Καταπέλτης είναι για το Υπουργείο Παιδείας η επιστολή του προέδρου του Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού και Φιλοξενίας του ΤΕΠΑΚ σχετικά με τη Σχολή Ξεναγών και την ένταξή τους στα ΜΙΕΚ. Ο Δρ Αντώνης Θεοχάρους, που είχε αναλάβει την εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας για την ίδρυση Σχολής Ξεναγών στο ΤΕΠΑΚ, εκφράζει τη λύπη του για τις αποφάσεις που λήφθηκαν και κάνει λόγο για έλλειψη σεβασμού προς ένα Δημόσιο Ίδρυμα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, αφού ερήμην και χωρίς καμία διαβούλευση αποφασίστηκε ότι η Σχολή Διοίκησης Τουρισμού, Φιλοξενίας και Επιχειρηματικότητας δεν δύναται να προσφέρει προγράμματα διετούς κύκλου σπουδών.
Ο κ. Θεοχάρους χαρακτηρίζει σκόπιμη την απόφαση που λήφθηκε και οδηγεί, όπως αναφέρει, μια διεθνώς αναγνωρισμένη Σχολή Ξεναγών σε περιπέτειες, ενώ υποβιβάζει την ίδια στιγμή το κύρος και τη διεθνή αναγνώριση που απολάμβανε.
Στην επιστολή του ο κ. Θεχάρους, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι «πέραν της ανεδαφικής και άκυρης πληροφόρησης που, κατ’ εμένα, εσκεμμένα δόθηκε προς το Υφυπουργείο Τουρισμού, η απόφαση αυτή οδήγησε σε κατάρρευση μιας προσπάθειας που καταβάλλεται εδώ και δύο χρόνια από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου για να δρομολογηθεί η ένταξη της Σχολής Ξεναγών στην Ακαδημία Επαγγελμάτων Τουρισμού της Σχολής, να πιστοποιηθεί από το ΔΙΠΑΕ και να συνεχιστεί απρόσκοπτα η λειτουργία της Σχολής, διασφαλίζοντας την ίδια στιγμή το επίπεδο και την ποιότητα εκπαίδευσης.
Ο κ. Θεοχάρους διερωτάται πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ότι το ΤΕΠΑΚ δεν μπορεί να προσφέρει διετή πρόγραμμα σπουδών ενώ εντάχθηκε σε αυτό το ΑΞΙΚ. Επιπρόσθετα, τονίζει πως αν ανατρέξει κάποιος στους σκοπούς και στόχους των ΜΙΕΕΚ, ως αυτά έχουν υποβληθεί για χρηματοδότηση κάτω από το πρόγραμμα «Θάλεια» με συγχρηματοδότηση κατά 60% από την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα διαπιστώσει ότι δημιουργείται από το Υπουργείο Παιδείας και τη Διεύθυνση Τεχνικής Εκπαίδευσης μια παράλληλη με την Ακαδημία Τουρισμού οντότητα, αφού ήδη προσφέρονται προγράμματα διετούς κύκλου σπουδών στις μαγειρικές τέχνες και την εστίαση.
Η επίκληση της δωρεάν παροχής από τα ΜΙΕΕΚ του προγράμματος σπουδών δεν λαμβάνει σίγουρα υπόψη την ανάγκη πρόσοψης μεγάλου αριθμού διδασκόντων (κάτοχων τίτλου σπουδών διδακτορικού επιπέδου), αλλά και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με το ΤΕΠΑΚ, τα ΜΙΕΕΚ θα έχουν μηδενικές οικονομίες κλίμακος. Επομένως, καταλήγει ο κ. Θεοχάρους, δεν είναι δωρεάν η παροχή της εκπαίδευσης, αλλά θα την επιφορτίζεται ο Κύπριος και Ευρωπαίος πολίτης σε ποσοστό δυσανάλογο από εκείνο που θα στοίχιζε η προσφορά του προγράμματος στο ΤΕΠΑΚ, όπου τα υφιστάμενα προγράμματα σπουδών επιτρέπουν σε μεγάλο βαθμό τις οικονομίες κλίμακας. Χαρακτηρίζει επίσης παράδοξο το γεγονός ότι το ίδιο το Υπουργείο παραβλέπει την ανάγκη πιστοποίησης ενός τέτοιου προγράμματος σπουδών από το ΔΙΠΑΕ. Με την αγορά υπηρεσιών από επισκέπτες ακαδημαϊκούς και χωρίς μόνιμο προσωπικό, ένα τέτοιο εγχείρημα εκτιμά θα αποτύχει.
Κώστας Νάνος