Το κυπριακό ζήτηµα συνηθίζεται να το αντιλαµβανόµαστε ως τη διαδικασία, η οποία περιλαµβάνει τη διαδικασία των διαπραγµατεύσεων και των διπλωµατικών επαφών, µε τις δικές της ιδιαίτερες πτυχές. Ωστόσο, στην έννοια «κυπριακό ζήτηµα» εντάσσονται επίσης και οι σχέσεις µεταξύ Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων, η αντίφαση των οποίων δηµιουργεί µε τη σειρά της διάφορες δυναµικές.
Η σχέση αυτή έχει τις ρίζες της ιστορικά στον τουρκικό εθνικισµό, ο οποίος σήµερα προσπαθεί µέσα από παρεµβάσεις και πολιτικές να παρέµβει στην ίδια την ταυτότητα και τη «ρίζα» της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Παραδείγµατα αυτού είναι και οι τελευταίες προσπάθειες της Τουρκίας να καθιερώσει τη θρησκευτική εκπαίδευση υποχρεωτική, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των Τουρκοκύπριων εκπαιδευτικών.
Ν. Μούδουρος: Η αντίφαση του γεωγραφικού εθνικισµού και της τουρκοκυπριακής ταυτότητας
Μια πολύ βασική διάσταση της ιεραρχικής σχέσης µεταξύ Τουρκίας – τουρκοκυπριακής κοινότητας που επέβαλε ο τουρκικός εθνικισµός εκφράστηκε ιστορικά µέσα από το δόγµα/φράση «µητέρα πατρίδα – µικρή πατρίδα» (Anavatan – yavru vatan), εξήγησε στη «Χ» ο κ. Νίκος Μούδουρος, Επίκουρος Καθηγητής του Τµήµατος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών Πανεπιστηµίου Κύπρου.
Η συγκεκριµένη φράση, συνέχισε, εξέφρασε τόσο τη γεωγραφική διάσταση του εθνικισµού, όσο και τη διάσταση της κατασκευής της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων. «∆ηλαδή από τη µια πλευρά η Κύπρος παρουσιάστηκε ως µια προέκταση της Ανατολίας, ένα τουρκικό νησί στην Ανατολική Μεσόγειο του οποίου η ιστορία “έταξε” να φρουρεί τα σύνορα του τουρκικού έθνους. Από την άλλη πλευρά, στη βάση του ίδιου δόγµατος, οι Τουρκοκύπριοι θα έπρεπε να ήταν οι “ακρίτες” του τουρκισµού, οι φρουροί του µεγάλου τουρκικού έθνους στην Ανατολική Μεσόγειο. ∆ηλαδή στην περιφέρεια του εθνικού µητροπολιτικού κέντρου», πρόσθεσε.
Στο σηµείο αυτό προκύπτει και η µεγάλη αντίφαση, όπως συνήθως συµβαίνει στα εθνικιστικά δόγµατα, επεσήµανε, «ο εθνικισµός πάντα να κοιτάζει µε καχυποψία τους πληθυσµούς στους οποίους θέλει να κατασκευάσει την ταυτότητα, ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται στην “περιφέρεια” του λεγόµενου εθνικού κέντρου». Στη συγκεκριµένη περίπτωση η τουρκοκυπριακή κοινότητα, µια κοινότητα στην «περιφέρεια» και δίπλα από τον «εθνικό εχθρό» ήταν πάντα ύποπτη για προσµίξεις και συνθέσεις. «Ο τουρκικός εθνικισµός αγωνιούσε να πετύχει την εθνική πειθάρχηση και τη δηµιουργία εµποδίων προς τη συµβίωση και την περαιτέρω ενδυνάµωση της κυπριακής διάστασης της τουρκοκυπριακής ταυτότητας. Στο πέρασµα των χρόνων η πολιτικοποίηση της κυπριακότητας των Τουρκοκυπρίων ενέτεινε την καχυποψία του “µητροπολιτικού κέντρου”, δηλαδή της Άγκυρας», ανέφερε.
Όπως εξήγησε, σχεδόν όλες οι εξουσίες της τουρκικής δεξιάς πρόσθεσαν τα δικά τους ιδιαίτερα στοιχεία στην προσπάθεια επιβολής µιας συγκεκριµένης ταυτότητας για την κοινότητα στην Κύπρο. «Κάποτε οι Τουρκοκύπριοι αποτέλεσαν “µη ορθούς και αρκετά Τούρκους”, ενώ σήµερα µε τη διακυβέρνηση Ερντογάν αντιµετωπίζονται ως “µη ορθοί Μουσουλµάνοι” και κάποτε “καθόλου πιστοί Μουσουλµάνοι”», δήλωσε.
Η τουρκοκυπριακή κοσµικότητα αποτελεί ιστορικό φαινόµενο
«Σήµερα», συνέχισε, «οι µεγάλες διαφορές στις αντιπαραθέσεις για το περιεχόµενο της τουρκοκυπριακής ταυτότητας εντοπίζονται σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι η ένταση. Η πόλωση που βιώνεται στην Τουρκία ως µια συνειδητή στρατηγική εξουσίας του Ερντογάν µεταφέρεται και στην Κύπρο. Ο δεύτερος είναι το ουσιαστικό περιεχόµενο της ταυτότητας που θέλει να επιβάλει ο Ερντογάν στο χώρο των κατεχόµενων. Ακολουθεί πολιτικές µε στόχο τη σταδιακή “αποεκκοσµίκευση” των Τουρκοκυπρίων», διευκρίνισε.
Ωστόσο, αντιµετωπίζει ισχυρές αντιστάσεις, πρόσθεσε. «Ακριβώς γιατί η τουρκοκυπριακή κοσµικότητα αποτελεί ιστορικό φαινόµενο και δεν αφορά µόνο τις σχέσεις της κοινότητας µε τη θρησκεία, αλλά και την ερµηνεία της ύπαρξής της ως κυπριακής κοινότητας», δήλωσε. Με λίγα λόγια, η κοσµική διάσταση των Τουρκοκυπρίων, τουλάχιστον για την πλειοψηφία της κοινότητας, είναι ζήτηµα υπαρξιακό. Είναι µια ιδιότυπη «κόκκινη γραµµή» και εποµένως η οποιαδήποτε υποχώρηση θα σηµαίνει και την ολοκλήρωση της προσάρτησης – αφοµοίωσης της κοινότητας στο πολιτικό και ιδεολογικό σώµα της Τουρκίας. «Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος που τα τελευταία χρόνια καταγράφεται ιδιαίτερη ένταση στις αντιδράσεις µερών της τουρκοκυπριακής κοινότητας ενάντια στη θρησκευτικοποίηση της παιδείας, αλλά και γενικότερα της δηµόσιας ζωής», κατέληξε.
KTÖS: Στόχος ένα εκπαιδευτικό σύστηµα που να προωθεί τη δικοινοτική φιλία
Η KTÖS έχει λάβει σταθερή στάση ενάντια σε εξωτερικές παρεµβάσεις που στοχεύουν στην αναµόρφωση της ταυτότητας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, ιδιαίτερα µέσω πολιτιστικών και εκπαιδευτικών πολιτικών, δήλωσε στη «Χ» ο Μπουράκ Μαβίς, Γενικός Γραµµατέας της Συντεχνίας Τ/κ Δασκάλων (KTÖS).
«Τα τελευταία χρόνια, η KTÖS έχει εκφράσει την αυξανόµενη ανησυχία της για την επιρροή της Τουρκίας, ειδικά όσον αφορά τις προσπάθειες εισαγωγής πιο συντηρητικών, θρησκευτικών στοιχείων στο εκπαιδευτικό σύστηµα στη βόρεια Κύπρο», ανέφερε. Αυτές οι προσπάθειες περιλαµβάνουν την ίδρυση θρησκευτικών σχολείων και την ενσωµάτωση προγραµµάτων σπουδών µε θρησκευτικό προσανατολισµό, τα οποία η KTÖS θεωρεί σκόπιµη στρατηγική για να διαβρώσει τη διακριτή πολιτιστική και πολιτική ταυτότητα των Τουρκοκυπρίων και να την ευθυγραµµίσει περισσότερο µε την τουρκική ιδεολογία.
«Η θέση της συντεχνίας είναι βαθιά ριζωµένη στην υπεράσπιση της αυτονοµίας των τουρκοκυπριακών θεσµών, υποστηρίζοντας την ανεξιθρησκία και την προώθηση των δηµοκρατικών αξιών στο εκπαιδευτικό σύστηµα», εξήγησε. Η KTÖS, συνέχισε, αντιλαµβάνεται αυτές τις προσπάθειες ως µέρος µιας ευρύτερης στρατηγικής για την οµογενοποίηση των Τουρκοκυπρίων µε την τουρκική ταυτότητα. Αυτό ήταν ένα επαναλαµβανόµενο θέµα στις διαδηλώσεις και τις δηµόσιες δηλώσεις της συντεχνίας, όπου προειδοποιούσαν σχετικά µε τις προσπάθειες να γίνει υποχρεωτική η θρησκευτική εκπαίδευση σε µια παραδοσιακά κοσµική κοινωνία.
Ως απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις, η KTÖS έχει οργανώσει πολυάριθµες διαδηλώσεις και εκστρατείες, συνεργαζόµενη µε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών για να αντισταθεί σε πολιτικές που θεωρούν ότι απειλούν τον πλουραλιστικό χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής εκπαίδευσης. «Αυτές οι προσπάθειες αποτελούν µέρος µιας ευρύτερης στρατηγικής για να παραµείνει η εκπαίδευση χώρος προώθησης της κριτικής σκέψης και της ισότητας και σεβασµού της πολιτισµικής πολυµορφίας», πρόσθεσε ο κ. Μαβίς. Επιπλέον, η KTÖS έχει επιδιώξει ενεργά να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινότητα σχετικά µε τις πιέσεις που αντιµετωπίζει η τουρκοκυπριακή κοινότητα, υποστηρίζοντας την προστασία του δικαιώµατός τους στην αυτοδιοίκηση των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών πολιτικών τους.
Κατά τη διαχείριση της πρόσφατης κρίσης σχετικά µε τα σχολικά εγχειρίδια και την καθοδήγηση του αγώνα ενάντια στις συντηρητικές παρεµβάσεις, η KTÖS έχει διατυπώσει µε επιτυχία τις ανησυχίες της χρησιµοποιώντας µια γλώσσα χωρίς αποκλεισµούς, τόνισε. «Με αυτόν τον τρόπο έχουµε αποφύγει την αποξένωση ατόµων ή ιδρυµάτων, ενώ αντιστεκόµαστε αποτελεσµατικά σε αυτές τις παρεµβάσεις», δήλωσε.
Η αντίσταση των Τ/κ είναι σηµαντικό να έχει απήχηση στην ε/κ κοινότητα
Είναι ζωτικής σηµασίας να υπογραµµιστεί η σηµασία αυτή η αντίσταση να έχει απήχηση στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, εξήγησε. «Όσο το εκπαιδευτικό σύστηµα στο νότιο τµήµα του νησιού παραµένει ως έχει -εθνικιστικό, θρησκευτικό και συντηρητικό- παρόµοιες ιδεολογίες στο βορρά θα το χρησιµοποιούν ως δικαιολογία για περαιτέρω παρεµβάσεις», δήλωσε.
Τέλος, η KTÖS τάσσεται υπέρ της οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήµατος µε τρόπο που να προωθεί τη συνεργασία µεταξύ των δύο κοινοτήτων, ευθυγραµµιζόµενη µε τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις οικουµενικές δηµοκρατικές αρχές, τόνισε ο πρόεδρος της συντεχνίας. «Αυτή η προσέγγιση είναι ουσιαστική για την προώθηση ενός ειρηνικού µέλλοντος για την Κύπρο, όπου και οι δύο κοινότητες µπορούν να συνυπάρξουν χωρίς να δίνουν χώρο για να ανθίσει ο εξτρεµισµός», κατέληξε.