Ο ρόλος της χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης στη συνταξιοδοτική προετοιμασία

10 Min Read


Του
Δρος Παναγιώτη Χ. Ανδρέου*
Μία από τις πιο καίριες πτυχές του συνταξιοδοτικού σχεδιασμού είναι η ικανότητα του ατόμου να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα που θα καθορίσουν την ποιότητα ζωής του μετά το τέλος της εργασιακής του πορείας. Πρώτη και θεμελιώδης ερώτηση είναι: «Τι θα ήθελα να κάνω κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής μου;» Εξίσου σημαντικό είναι να αναρωτηθείτε αν η σύνταξή σας θα επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες σας, είτε πρόκειται για βασικά έξοδα είτε για επιπλέον δραστηριότητες και απολαύσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να εξετάσετε εάν τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειάς σας διαθέτουν ανεξάρτητες πηγές εισοδήματος (π.χ. άλλες συντάξεις, αποταμιεύσεις ή επενδύσεις). Η αποτελεσματική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα συμβάλλει στη θεμελίωση μιας ασφαλούς και άνετης συνταξιοδοτικής ζωής, βοηθώντας το άτομο να διατηρήσει την ποιότητα ζωής που επιθυμεί μακροπρόθεσμα.

Η επόμενη κρίσιμη ερώτηση αφορά την επάρκεια της σύνταξής σας. Η συνταξιοδοτική επάρκεια αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να εξασφαλίσει επαρκές εισόδημα για να καλύψει τις ανάγκες του κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης και να διατηρήσει το επίπεδο ζωής που επιθυμεί. Δεν αφορά μόνο την κάλυψη βασικών αναγκών, αλλά περιλαμβάνει και τη δυνατότητα να απολαμβάνει το άτομο δραστηριότητες και ανέσεις που βελτιώνουν τη ζωή του.

Η αξιολόγηση της συνταξιοδοτικής επάρκειας αποτελεί μια περίπλοκη διαδικασία, δεδομένου ότι δεν υπάρχει παγκόσμιο σημείο αναφοράς για συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Ωστόσο ο κ. Μαννάρης και η ομάδα του, προκειμένου να εκτιμήσουν την επάρκεια των συντάξεων στην Κύπρο, χρησιμοποίησαν το πρότυπο UK PLSA Retirement Living Standard, το οποίο παρέχει ένα χρήσιμο πλαίσιο αναφοράς σε διεθνές επίπεδο. Σύμφωνα με την ανάλυσή τους, ένα άτομο που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, γεννήθηκε το 2000 και ξεκίνησε την καριέρα του το 2022, θα χρειαστεί τουλάχιστον 13.000 ευρώ ετησίως (σε σημερινές αξίες) για να καλύψει μόνο τις βασικές του ανάγκες μετά τη συνταξιοδότησή του. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο θα περιοριστεί σε μια λιτή διαβίωση, με ετήσιες δαπάνες για ένδυση και υπόδηση, για παράδειγμα, να μην υπερβαίνουν τα 800 ευρώ.

Για ένα άτομο που επιθυμεί μεγαλύτερη οικονομική άνεση στη σύνταξή του, η απαιτούμενη ετήσια σύνταξη υπολογίζεται κοντά στα 27.000 ευρώ (σε σημερινές αξίες). Το ανησυχητικό είναι πως, σύμφωνα με τις προβλέψεις, η κρατική σύνταξη, ή αλλιώς ο πρώτος πυλώνας, θα καλύψει το πολύ το 50% αυτού του ποσού, δημιουργώντας ένα σημαντικό οικονομικό κενό. Ακόμα πιο απαιτητικό είναι το σενάριο για όσους επιθυμούν να απολαμβάνουν και κάποιες πολυτέλειες ή υπηρεσίες υψηλότερου επιπέδου, καθώς η σύνταξη που χρειάζεται ανεβαίνει στα 40.000 ευρώ ετησίως (σε σημερινές αξίες), με το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων να δύναται να καλύψει μόλις το 30% αυτού του ποσού.

Η τελευταία αναλογιστική μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας επιβεβαίωσε τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Κύπρου έως το 2080. Ωστόσο, βάσει των μελετών που προαναφέρθηκαν, οι προβλέψεις για την επάρκεια των συντάξεων παραμένουν ανησυχητικές. Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι συντάξεις που θα παρέχει το Ταμείο αναμένεται να μην επαρκούν για να διατηρήσουν το προϋπάρχον βιοτικό επίπεδο των πολιτών κατά τη συνταξιοδότηση. Αυτή η εκτίμηση υποδεικνύει την ανάγκη συμπληρωματικών πόρων, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωση των συνταξιούχων.

Για να καλυφθεί αυτό το συνταξιοδοτικό κενό, ένα άτομο μπορεί να προχωρήσει σε πλάνο που θα περιλαμβάνει τον δεύτερο ή και τον τρίτο πυλώνα του συνταξιοδοτικού σχεδιασμού. Ο δεύτερος πυλώνας, που αφορά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά σχέδια, μπορεί να προσφέρει ένα σημαντικό συμπλήρωμα στην κρατική σύνταξη, ειδικά όταν τα σχέδια αυτά αξιοποιούνται μέσω Ταμείων Προνοίας ή συνταξιοδοτικών συμβολαίων από ασφαλιστικές εταιρείες. Όσοι δεν έχουν πρόσβαση σε τέτοια σχέδια -όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες ή εργαζόμενοι σε εταιρείες χωρίς επαγγελματική σύνταξη- θα πρέπει να στραφούν στον τρίτο πυλώνα, δηλαδή στις προσωπικές συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις.

Τα δεδομένα, ωστόσο, είναι ανησυχητικά όταν εξετάζουμε τα αποτελέσματα πρόσφατων παγκύπριων ερευνών με αντιπροσωπευτικά δείγματα άνω των 700 ατόμων η καθεμία, οι οποίες διεξήχθησαν από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) και το Financial Wellbeing Institute.

Σύμφωνα με τις μελέτες, περίπου το 70% των Κυπρίων είτε δεν έχουν μεριμνήσει είτε δεν σκοπεύουν να λάβουν μέτρα για τη δημιουργία συνταξιοδοτικών αποθεμάτων πέραν της κρατικής σύνταξης. Παράλληλα, το 34% των ερωτηθέντων δεν γνωρίζει πόσα χρήματα θα λάβει από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ το 28% υπερεκτιμά το ποσό της σύνταξης που αναμένει να λάβει. Αυτά τα ευρήματα φανερώνουν μια σοβαρή έλλειψη ενημέρωσης και προγραμματισμού, που θέτει σε κίνδυνο τη συνταξιοδοτική ασφάλεια αυτών των ατόμων.

Το παραπάνω φαινόμενο συνδέεται άμεσα με το χαμηλό επίπεδο χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού που παρατηρείται στην Κύπρο. Οι μελέτες του ΤΕΠΑΚ δείχνουν ότι περίπου 6 στους 10 Κύπριους ηλικίας 18-64 είναι χρηματοοικονομικά αναλφάβητοι, ενώ παρόμοια στατιστικά επιβεβαιώνονται από άλλες έρευνες, όπως αυτές που εκπόνησε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.

Η απουσία χρηματοοικονομικής παιδείας δυσχεραίνει την προετοιμασία των πολιτών για το μέλλον, δημιουργώντας έντονη οικονομική αβεβαιότητα. Αυτό μειώνει σημαντικά την ικανότητά τους να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής στη σύνταξη και αυξάνει την εξάρτηση από κρατικά συστήματα, τα οποία, όπως δείχνουν οι έρευνες, δεν επαρκούν για να καλύψουν πλήρως τις ανάγκες τους. Η εξάρτηση αυτή ενδεχομένως να επιβαρύνει μακροπρόθεσμα και τα δημόσια οικονομικά, περιορίζοντας πόρους για άλλες κοινωνικές και αναπτυξιακές ανάγκες. Όσοι δεν κατανοούν τη σημασία της δημιουργίας συμπληρωματικών αποθεμάτων μέσω των διαθέσιμων πυλώνων είναι πιο εκτεθειμένοι σε οικονομικές κρίσεις, γεγονός που υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη οικονομική τους ασφάλεια. Μελέτες του Financial Wellbeing Institute για την Κύπρο δείχνουν πως σχεδόν το 50% των πολιτών ανησυχεί για τη δυνατότητα διατήρησης του επιπέδου ζωής του μετά τη συνταξιοδότηση, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για ενίσχυση της χρηματοοικονομικής παιδείας και έγκαιρο προγραμματισμό.

Βάσει αυτών που σχολιάστηκαν, η επίλυση του προβλήματος της συνταξιοδοτικής επάρκειας ενδέχεται να περιλαμβάνει, εκ μέρους της κυβέρνησης, μέτρα και ενέργειες για την ενδυνάμωση του δεύτερου και τρίτου πυλώνα του συνταξιοδοτικού συστήματος, οι οποίοι συνδυαστικά με τον πρώτο πυλώνα θα μπορέσουν να προσφέρουν υψηλότερες συντάξεις και μια αξιοπρεπή διαβίωση κατά τη συνταξιοδότηση σε όλους τους πολίτες. Μια τέτοια λύση είναι σύνθετη και απαιτεί τη συνεργασία πολλών κοινωνικών εταίρων με διαφορετικές προσεγγίσεις, πράγμα που σημαίνει ότι ενδέχεται να χρειαστεί αρκετός χρόνος.

Παράλληλα, θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια ενίσχυσης της χρηματοοικονομικής παιδείας στην Κύπρο, ώστε οι πολίτες να εξοπλιστούν με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στους νέους που ήδη βρίσκονται στην αγορά εργασίας, ώστε να αντιληφθούν έγκαιρα τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να προγραμματίσουν το οικονομικό τους μέλλον. Επιπλέον, η χρηματοοικονομική εκπαίδευση πρέπει να επεκταθεί και στα σχολεία σε όλα τα επίπεδα, προετοιμάζοντας τα παιδιά για τις οικονομικές προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν ως ενήλικες.

Όπως τονίζω συχνά, «η χρηματοοικονομική εκπαίδευση δεν είναι ικανή συνθήκη ώστε το άτομο να είναι πλούσιο, αλλά απαραίτητη ώστε να είναι οικονομικά ανθεκτικό». Η δημιουργία μιας νέας γενιάς πολιτών που θα είναι χρηματοοικονομικά καταρτισμένοι αποτελεί το κλειδί για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ευημερία της κοινωνίας μας. Η χρηματοοικονομική παιδεία μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία επίλυσης των τρεχόντων και μελλοντικών συνταξιοδοτικών προβλημάτων, γι’ αυτό πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής όσων επιδιώκουν να βρουν βιώσιμες λύσεις για τη συνταξιοδοτική επάρκεια.

  • Αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, πρόεδρος του Financial Wellbeing Institute



Share This Article