Ανησυχίες προκαλούν οι παρεμβάσεις που προηγήθηκαν
Το νομοσχέδιο που προβλέπει τη λειτουργία των κέντρων αποκατάστασης και αποθεραπείας στην Κύπρο κατατέθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή. Σημειώνεται ότι είχαν ετοιμαστεί και στο παρελθόν σχετικά νομοσχέδια, τα οποία, ωστόσο, σκάλωσαν στις διαφωνίες μεταξύ των εμπλεκομένων.
Οι διεργασίες που έχουν προηγηθεί όσον αφορά το νομοσχέδιο για την αποκατάσταση στην Κύπρο προκαλούν σοβαρές ανησυχίες και ηχούν καμπανάκι σε σχέση με τις προθέσεις και τα συμφέροντα που υποβόσκουν πίσω από παρεμβάσεις που προέρχονται από εμπλεκόμενα σύνολα.
Το έντονο παρασκήνιο που εκτυλίχθηκε τους τελευταίους μήνες καταδεικνύει μια σαφή τάση προς την εξαγνισμένη νομιμοποίηση αναποτελεσματικών υπηρεσιών αποκατάστασης, που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και την ποιότητα φροντίδας των ασθενών.
Της Ελένης Κωνσταντίνου
Ο περί «Στεγών για Ηλικιωμένους και Αναπήρους Νόμος» του 1991 καθορίζει τη φροντίδα που παρέχει ο κρατικός μηχανισμός στις συγκεκριμένες ομάδες. Ωστόσο η εν λόγω νομοθεσία διέπει μόνο την κοινωνική φροντίδα και όχι τις ιατρικές υπηρεσίες, οι οποίες απαιτούν αυστηρές ρυθμιστικές διαδικασίες και ελέγχους από πλευράς Υπουργείου Υγείας.
Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό ότι αρκετές Στέγες Ηλικιωμένων δεν διαθέτουν κατάλληλες δομές ή προσωπικό για να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες περίθαλψης και αποκατάστασης. Αντίθετα, τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια που είναι ενταγμένα σήμερα στο ΓεΣΥ και προσφέρουν υπηρεσίες αποκατάστασης λειτουργούν με βάση τον «Περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων Νόμο», ο οποίος απαιτεί τη συμμόρφωση με αυστηρά κριτήρια και προδιαγραφές που διασφαλίζουν την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας και ασφάλειας των ασθενών.
Η διάκριση μεταξύ υπηρεσιών που παρέχονται από τις Στέγες Ηλικιωμένων και αυτές που προσφέρονται από ιδιωτικά νοσηλευτήρια είναι θεμελιώδης. Ήδη ο «Περί Στεγών Ηλικιωμένων Νόμος» περιορίζει την περίθαλψη που παρέχεται στις Στέγες Ηλικιωμένων στην απλή χορήγηση φαρμάκων και την κοινωνική μέριμνα, με τις υγειονομικές ανάγκες να καλύπτονται μόνο μέσω παραπομπής σε νοσοκομείο ή ιδιωτικό νοσηλευτήριο.
Τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια αποκατάστασης που είναι ενταγμένα στο ΓεΣΥ με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων πλεονεκτούν ποιοτικά, καθώς απασχολούν μόνιμο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, φυσιοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, ψυχολόγους και φροντιστές που εξασφαλίζουν την παροχή 24ωρης παρακολούθησης και φροντίδας. Αυτό σημαίνει ότι έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν ένα ολοκληρωμένο φάσμα ιατρικών υπηρεσιών φροντίδας, καλύπτοντας τις ανάγκες των ασθενών από τη διάγνωση έως την αποθεραπεία.
Επιπλέον, οι εγκαταστάσεις αυτών των νοσηλευτηρίων πληρούν αυστηρές αρχιτεκτονικές και υγειονομικές προδιαγραφές, με σύγχρονο εξοπλισμό που περιλαμβάνει συνεχείς ροές οξυγόνου, ειδικές υποδομές για την αποκατάσταση και εξειδικευμένα εργαλεία για την παρακολούθηση της υγείας των ασθενών.
Κίνδυνοι και παράνομες πρακτικές
Το άρθρο 38 του προτεινόμενου νομοσχεδίου, το οποίο ουσιαστικά εξαιρεί τις Στέγες Ηλικιωμένων από τις κτιριακές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις προσωπικού, είναι ενδεικτικό των κινδύνων που εγκυμονεί η υιοθέτηση των προνοιών του και νομιμοποιεί την πρακτική προσφοράς υπηρεσιών αποκατάστασης που παρείχαν οι Στέγες Ηλικιωμένων χωρίς να υπόκεινται σε έλεγχο.
Χωρίς κατάλληλες δομές και ανθρώπινο δυναμικό, πώς μπορούν να ενταχθούν στο ΓεΣΥ, ζητώντας μάλιστα και πετυχαίνοντας σε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις με την Πολιτεία να απαλειφθούν πρόνοιες στο νομοσχέδιο που προνοούσαν την κατηγοριοποίηση των δομών που προσφέρουν αποκατάσταση, ανάλογα με τις κτιριακές δυνατότητες, τον εξοπλισμό που διαθέτουν και την εξειδίκευση του προσωπικού που εργοδοτούν; Αντίθετα, κατόπιν έντονων παρεμβάσεων εξουδετέρωσαν κάθε ασφαλιστική δικλίδα και πέτυχαν την ένταξη όλων των δομών στο ΓεΣΥ χωρίς καμία κατηγοριοποίηση και μάλιστα με την απονομή περιόδου χάριτος για αναβαθμίσεις σε βάθος χρόνου.
Οι προτεινόμενες διατάξεις δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη νόμιμη και ηθική βάση του νομοθετικού πλαισίου. Η δυνατότητα παροχής εξαιρέσεων σε Στέγες Ηλικιωμένων που παρείχαν υπηρεσίες αποκατάστασης υπονομεύει το στόχο του νομοσχεδίου να προσφέρει ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο για την ποιότητα των υπηρεσιών.
Υπάρχει επίσης μια θεμελιώδης ανισορροπία στη διασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών, καθώς οι απαιτήσεις που ισχύουν για τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια είναι αυστηρότερες σε σύγκριση με αυτές που εκ των πραγμάτων θα ισχύουν για τις Στέγες Ηλικιωμένων. Ο νόμος απαιτεί από τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια να διαθέτουν υψηλής ποιότητας υποδομές, εξοπλισμό και εκπαιδευμένο προσωπικό, προϋποθέσεις που δεν ισχύουν στην περίπτωση των Στεγών Ηλικιωμένων.
Εν ολίγοις, το άρθρο 38 ενδέχεται να προσφέρει δικαιώματα που δεν αντιστοιχούν στις δυνατότητες των Στεγών Ηλικιωμένων. Η ρύθμιση αυτή υπονομεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα των ασθενών για πρόσβαση σε ασφαλείς και ποιοτικές υπηρεσίες, καθώς υπάρχει κίνδυνος να τοποθετηθούν σε περιβάλλοντα που δεν είναι κατάλληλα για τις υπηρεσίες που απαιτούνται.
Μία άλλη στρέβλωση του νομοσχεδίου είναι οι προτεινόμενες επιτροπές που θα εξετάζουν την ένταξη δομών στο ΓεΣΥ, οι οποίες θα περιλαμβάνουν εκπροσώπους ασθενών και κοινωνικών ομάδων. Η κρίση και η γνώμη των μελών αυτών που δεν διαθέτουν ιατρική κατάρτιση μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένες αξιολογήσεις, υποβαθμίζοντας περαιτέρω το επίπεδο φροντίδας που λαμβάνουν οι ασθενείς. Επιπλέον, η απουσία ιατρικής εμπειρίας στον τομέα της υγείας θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξισώσεις που παραβλέπουν είτε τη σοβαρότητα των ιατρικών αναγκών είτε τον κίνδυνο που ενδέχεται να διατρέχει η υγεία των ασθενών.
Είναι ζωτικής σημασίας να διασφαλιστεί ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν παραβιάζει τον «Περί Προστασίας Δικαιωμάτων Ασθενών Νόμο», ο οποίος κατοχυρώνει το δικαίωμα των ασθενών σε ποιοτικές και ασφαλείς ιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες. Το ευρωπαϊκό και διεθνές κεκτημένο προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων απαγορεύει αυστηρά τις διακρίσεις ανάμεσα σε διάφορους παρόχους υπηρεσιών υγείας. Συνεπώς, η εισηγούμενη εξαίρεση για τις Στέγες Ηλικιωμένων που επιθυμούν να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες αναιρεί τη δέσμευση της Πολιτείας να διασφαλίσει ότι όλοι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστη φροντίδα υγείας.
Το Υπουργείο Υγείας οφείλει να αποκλείσει μη αποδεκτές πρακτικές σε βάρος των ασθενών
Η συστηματική παρέμβαση της Πολιτείας σε αυτό το νομοθετικό πλαίσιο είναι επιτακτική. Η ανάγκη για διατάξεις που διασφαλίζουν τη δημόσια υγεία, το δικαίωμα στην αποκατάσταση και την παροχή ποιοτικής φροντίδας απαιτεί μια στρατηγική που συνδυάζει νομιμότητα και αποτελεσματικότητα.
Είναι απαραίτητο οι νομοθέτες να προχωρήσουν σε διαβούλευση με επαγγελματίες του τομέα της δημόσιας υγείας, του ιατρικού τομέα και των κοινωνικών οργανώσεων προτού εισαχθούν μεταβατικές διατάξεις που ενδέχεται να βλάψουν την ποιότητα της φροντίδας για ευάλωτους ασθενείς.
Το Υπουργείο Υγείας οφείλει να ελέγξει αυστηρά τις εν λόγω ρυθμίσεις και να αποκλείσει το ενδεχόμενο συνέχισης μη αποδεκτών πρακτικών σε βάρος των ασθενών και της κοινωνίας γενικότερα.
Είναι επάναγκες να καθοριστούν διαφανείς και αυστηρές διαδικασίες για την αξιολόγηση και την ενσωμάτωση νέων κέντρων αποκατάστασης στο ΓεΣΥ. Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εκπαιδευτική κατάρτιση του προσωπικού, τη διάθεση σύγχρονου εξοπλισμού και υποδομών.
Η εφαρμογή συστηματικής εκπαίδευσης και ελέγχου των επαγγελματιών υγείας είναι ουσιαστική. Πρέπει να διασφαλιστεί ότι το προσωπικό που απασχολείται σε κέντρα αποκατάστασης διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για την παροχή ασφαλών και αποτελεσματικών υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης.
Κρίνεται απαραίτητη η ανάγκη εισαγωγής διαδικασιών τακτικής αξιολόγησης και επιθεώρησης των εν λειτουργία κέντρων αποκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των Στεγών Ηλικιωμένων.
Η συνεργασία με οργανώσεις και φορείς που αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των ασθενών και προάγουν την ποιότητα φροντίδας είναι εξίσου κρίσιμη. Η εισφορά τους μπορεί να συμβάλει στην επιτυχία του νομοθετικού πλαισίου και στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών.