Μερίδα των υποστηρικτών της θεωρίας των συλλογικών διαπραγµατεύσεων για το µισθό προσπαθεί να προσδιορίσει τα όρια των µισθών στη βάση της αντίληψης για την ύπαρξη ενός «διµερούς µονοπωλίου».
Σύµφωνα µε τα λεγόµενά τους η αγορά εργασίας δεν µονοπωλείται µόνο από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τους εργοδότες, αλλά και από τις ίδιες τις συντεχνίες. Εάν την αγορά εργασίας µονοπωλεί ο καπιταλιστής, τότε το ύψος των µισθών µιας συγκεκριµένης οµάδας εργαζοµένων θα είναι πιο χαµηλό, απ’ ό,τι θα ήταν µέσα σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισµού. Τουναντίον, αν την αγορά εργασίας µονοπωλούν οι συντεχνίες, ασφαλώς το επίπεδο των µισθών θα είναι υψηλότερο απ’ ό,τι σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισµού.
Η δηµιουργούµενη εντύπωση για την ύπαρξη τάχατες «συντεχνιακού µονοπωλίου» στην αγορά εργασίας στοχεύει στη µεταφορά στους ώµους του συνδικαλιστικού κινήµατος της ευθύνης για τους χαµηλούς µισθούς, αλλά και την ανεργία µεταξύ των µη οργανωµένων στα συνδικάτα εργαζοµένων. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να αντιπαραθέσει το ένα µέρος των εργαζοµένων σε άλλο µε σκοπό τη διάσπαση του εργατικού κινήµατος.
Η αντίληψη «της πληθωριστικής σπειροειδούς αύξησης µισθού και τιµών» χρησιµοποιείται πολύ συχνά για την αιτιολόγηση και δικαιολόγηση της πολιτικής «παγοποίησης» των µισθών.
Σύµφωνα µε αυτήν την αντίληψη, η όποια αύξηση των µισθών αυξάνει και τα έξοδα παραγωγής, εποµένως υποχρεωτικά οδηγεί στην αύξηση των τιµών και µάλιστα όχι µόνο στο δεδοµένο τοµέα παραγωγής, αλλά και στους τοµείς που χρησιµοποιούν προϊόντα του συγκεκριµένου τοµέα, δηλ. σε τελική ανάλυση προκαλείται µια γενική αλυσιδωτή αύξηση των τιµών.
Η αύξηση των τιµών υποχρεώνει τους εργαζοµένους να θέτουν νέες απαιτήσεις για αυξήσεις στους µισθούς, πράγµα που αν ικανοποιηθούν θα προκληθεί νέα αύξηση στις τιµές και ούτω καθεξής, εισερχόµενοι σε ένα φαύλο κύκλο συνεχών αυξήσεων. Εποµένως, ό,τι κερδίζουν οι εργαζόµενοι ενός δεδοµένου τοµέα της οικονοµίας ως οι αποδέκτες της µισθολογικής τους αύξησης, τόσο αυτοί, όσο και οι εργαζόµενοι άλλων τοµέων και άλλων κατηγοριών εργαζοµένων ζηµιώνουν ως καταναλωτές λόγω αυξήσεων στις τιµές των προϊόντων.