Η πρόταση νόµου του ΑΚΕΛ για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών µπορεί να µην πέρασε από τη Βουλή, όµως εξαιτίας της πρότασης αυτής οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να εξορθολογίσουν και να µειώσουν κάποιες από τις χρεώσεις που φόρτωναν τους καταναλωτές τα προηγούµενα χρόνια, τόνισαν στη «Χαραυγή» οι οικονοµολόγοι Στέλιος Πλατής και Άννα Θεολόγου.
Η Α. Θεολόγου επεσήµανε ότι τα µέτρα που εξήγγειλαν οι τράπεζες δεν ανταποκρίνονται στις πραγµατικές ανάγκες της κοινωνίας, ενώ ο Στ. Πλατής σηµείωσε ότι αν δεν υπήρχε η πρόταση του ΑΚΕΛ είναι αµφίβολο αν οι τράπεζες θα προχωρούσαν στις εξαγγελίες τους.
Αναφορικά µε τον προϋπολογισµό του 2025, οι δύο οικονοµολόγοι συµφωνούν ότι είναι θετικό το γεγονός ότι είναι πλεονασµατικός, αλλά η µεν Α. Θεολόγου σηµειώνει ότι είναι υπερβολικά πλεονασµατικός σε µια περίοδο δυσβάσταχτης ακρίβειας, ενώ ο Στ. Πλατής υποδεικνύει την απουσία στρατηγικής κατεύθυνσης, αν και αποτελεί την κορυφαία πράξη της οικονοµικής πολιτικής τής εκάστοτε κυβέρνησης.
Άννα Θεολόγου: Τα μέτρα των τραπεζών δεν αγγίζουν τη μάζα της κοινωνίας
Με την πρόταση του ΑΚΕΛ για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών σίγουρα ασκήθηκε πίεση, η οποία ίσως όµως να µην ήταν αρκετή, ανέφερε στη «Χαραυγή» η Άννα Θεολόγου.
Τα µέτρα που έλαβαν οι τράπεζες, επεσήµανε, δεν αγγίζουν τη µάζα της κοινωνίας που είναι τα χαµηλά και µεσαία εισοδηµατικά στρώµατα και τις ηλικίες 25-65 και ως ένα βαθµό είναι και παραπλανητικά. «Για παράδειγµα δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζεις ως µέτρο τη µείωση των επιτοκίων που βασίζονται στα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτά τα επιτόκια έχουν µειωθεί µε ανακοινώσεις της ΕΚΤ και οι τράπεζές µας ήταν υποχρεωµένες να τα µειώσουν από την πρώτη µέρα που έγινε η µείωση, δεν µας έκαναν χάρη», είπε.
«Ας µη µιλήσουµε για τη µείωση 1% στη βάση του στεγαστικού σχεδίου για τους δικαιούχους επιδότησης που είναι νεαρά ζευγάρια µέχρι 41 ετών. Οι τράπεζες προσδοκούν ότι αυτό το σχέδιο θα συµπεριλάβει το µέγιστο 400 περιπτώσεις, όπως άλλωστε ανέφερε ο ΚΟΑΓ σε πρόσφατη ηµερίδα για το στεγαστικό, άρα η επίδραση στην κοινωνία θα είναι ελάχιστη».
Η κα Θεολόγου σηµείωσε πως ήταν κάθετα υπέρ της πρότασης του ΑΚΕΛ, όχι γιατί θα άµβλυνε το πρόβληµα ή γιατί θα µείωνε το κόστος στους δανειολήπτες, αλλά γιατί τα χρήµατα αυτά θα κατέληγαν στα δηµόσια ταµεία.
Υπογράµµισε ότι «οι τράπεζες έχουν ηθική υποχρέωση και οφείλουν να συνεισφέρουν στα δηµόσια ταµεία και στην αποπληρωµή όλων των χρεών του Δηµοσίου που δηµιουργήθηκαν για να στηριχθούν οι ίδιες τον καιρό που το είχαν ανάγκη. ∆εν είναι θεµιτό για εµένα να αναλαµβάνουµε εµείς ως φορολογούµενοι χρέη για τις τράπεζες, οι τράπεζες να κάνουν µη αναµενόµενα κέρδη λόγω οικονοµικών πολιτικών και τα χρέη αυτά να τα πληρώνουµε εµείς µέσα σε συνθήκες στενής ρευστότητας και να µην τα πληρώνουν οι τράπεζες από αυτά τα κέρδη».
Κληθείσα να σχολιάσει τη δήλωση της κυβέρνησης ότι ο προϋπολογισµός του 2025 είναι πλεονασµατικός, η Α. Θεολόγου υπέδειξε ότι στην περίπτωση αυτή το πρόβληµα είναι άλλο. «Ο προϋπολογισµός είναι υπερβολικά πλεονασµατικός µε δηµοσιονοµικό πλεόνασµα ύψους €1,1 δισ., δηλαδή 4,8% του ΑΕΠ, όταν η πραγµατική οικονοµία, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να αναλάβουν το δυσβάσταχτο βάρος της ακρίβειας, των µειωµένων διαθέσιµων εισοδηµάτων και το αυξηµένο κόστος χρήµατος».
Σηµείωσε επίσης πως «από τη στιγµή που έχουν µπει σε καλή πορεία τα οικονοµικά δεδοµένα της χώρας, µε τις αναβαθµίσεις στην πιστοληπτική µας ικανότητα, θα έπρεπε να χαλαρώσουµε, εν µέσω κρίσης, ως ένα βαθµό, την ανάγκη να παράγουµε πλεονάσµατα και να διατηρήσουµε ρευστότητα στην αγορά, όπως έχουν κάνει άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ερωτηθείσα κατά πόσον οι εταιρείες διαχείρισης πιστώσεων και τα επενδυτικά ταµεία που αγόρασαν Μη Εξυπηρετούµενα ∆άνεια και ουσιαστικά ανέλαβαν το θέµα των εκποιήσεων, υπόκεινται σε κάποιον έλεγχο, υπέδειξε ότι αυτές υπόκεινται στο νόµο περί ∆ιαχειριστών Πιστώσεων και Αγοραστών Πιστώσεων του 2024, και πλέον εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
«Θα φανεί σύντοµα αν ο νόµος θα µπορεί να τους ελέγξει επαρκώς διότι µέχρι σήµερα ως ένα βαθµό δρούσαν ανεξέλεγκτα. Ο νόµος όµως δεν συµπεριέλαβε κατά την άποψή µου την ανάγκη για υποχρεωτικά κεφάλαια, ώστε σε περίπτωση που συµπεριφερθούν λανθασµένα να έχουν τη δυνατότητα για αποζηµιώσεις προς αυτούς που έχουν πάθει ζηµιά», κατέληξε.
Στέλιος Πλατής: Αν δεν υπήρχε η πρόταση του ΑΚΕΛ, αµφιβάλλω αν θα βλέπαµε την ανταπόκριση των τραπεζών
Είναι εξαιτίας της πρότασης του ΑΚΕΛ που οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να εξορθολογίσουν και να µειώσουν κάποιες από τις χρεώσεις που φόρτωναν στους καταναλωτές τα προηγούµενα χρόνια, τόνισε στη «Χαραυγή» ο οικονοµολόγος Στέλιος Πλατής.
Όπως σηµειώνει χαρακτηριστικά, «αν δεν υπήρχε η πρόταση, πολύ αµφιβάλλω αν θα βλέπαµε την ανταπόκριση των τραπεζών σε ένα ευρύτερο λαϊκό αίτηµα για µείωση των υπερβολικών χρεώσεων».
Ο κ. Πλατής εξέφρασε, ταυτόχρονα, τη διαφωνία του µε την αύξηση της φορολογίας σε παραγωγικές µονάδες ή µε αυθαίρετες αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο, δίχως λόγο. Ιδιαίτερα στην Κύπρο, είπε. Πρόσθεσε ότι «το κράτος επιβάλλει επιπλέον φορολογίες όταν έχει ανάγκη πρόσθετα έσοδα, πράγµα που δεν συµβαίνει σήµερα στον τόπο µας λόγω του “φόρου ακρίβειας” που πλήρωσε και πληρώνει καθηµερινά η κοινωνία. Χρήµατα για κοινωνική πολιτική υπάρχουν, αν θέλει η κυβέρνηση, δίχως επιπλέον φόρους».
Σχολιάζοντας το γεγονός ότι ο προϋπολογισµός του 2025 είναι πλεονασµατικός, ο Στ. Πλατής απάντησε ότι «το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του προϋπολογισµού είναι ότι είναι ένας διαχειριστικός προϋπολογισµός, µια καθαρά λογιστική πράξη, όπως δυστυχώς συµβαίνει εδώ και πολλά χρόνια. ∆εν καταγράφεται καµιά στρατηγική κατεύθυνση, αν και αποτελεί την κορυφαία πράξη της οικονοµικής πολιτικής τής εκάστοτε κυβέρνησης.
Από κει και πέρα, είναι απολύτως φυσιολογικό ο προϋπολογισµός να είναι πλεονασµατικός. Αυτό οφείλεται κυρίως στην εισροή απροσδόκητων εσόδων στα κρατικά ταµεία λόγω της παρατεταµένης ακρίβειας και της αφαίµαξης της κοινωνίας που πληρώνει πανάκριβα βασικά αγαθά και υπηρεσίες. ∆εν δηµιουργήθηκαν πλεονάσµατα επειδή η κυβέρνηση εφάρµοσε σωστά µια ολοκληρωµένη οικονοµική πολιτική ανάπτυξης ή µέσα από ένα νοικοκύρεµα, αλλά εξαιτίας συγκυριακών καταστάσεων».
Πρόσθεσε ότι «ασφαλώς είναι σηµαντική η δηµοσιονοµική σταθερότητα, αλλά αυτή πρέπει να είναι αποτέλεσµα µιας αναπτυξιακής στρατηγικής και νοικοκυρέµατος των δηµοσίων οικονοµικών». Τουναντίον, στην περίπτωσή µας, σηµείωσε, «τα τελευταία τρία χρόνια το µισθολόγιο του κρατικού και του ευρύτερου κρατικού τοµέα έχει αυξηθεί περισσότερο από ένα δισ. ευρώ, ενώ τα µέτρα κοινωνικής στήριξης οµοιάζουν µε το µαρτύριο της σταγόνας. Η λογική του αυτόµατου πιλότου στα οικονοµικά θέµατα, σε ένα περιβάλλον µάλιστα όπου ανθεί η διαπλοκή και η διαφθορά είναι κακή συνταγή. Η οικονοµία έπρεπε να αποτελεί εθνική προτεραιότητα, ώστε η ανάπτυξη να αφορά όλη την κοινωνία µέσα από τη δίκαιη αναδιανοµή του παραγόµενου πλούτου».
Ερωτηθείς κατά πόσον οι Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων υπόκεινται σε φορολογία ή δρουν ανεξέλεγκτα, ο κ. Πλατής σηµείωσε πως «όλες οι εταιρικές οντότητες που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο έχουν και τις ανάλογες φορολογικές υποχρεώσεις. Οι δε Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει και την ευθύνη.
Το ζήτηµα µε τις εταιρείες αυτές αφορά τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχουν αυτές οι εταιρείες έναντι των ευάλωτων δανειοληπτών. Παρά το γεγονός ότι το θεσµικό πλαίσιο έχει αναβαθµιστεί τα τελευταία χρόνια, εντούτοις κρίνω ότι δεν προστατεύει επαρκώς τους δανειολήπτες απέναντι στους µηχανισµούς των µεγάλων εταιρειών και όλοι γνωρίζουµε περιπτώσεις όπου αυτό συµβαίνει. Εδώ είναι σηµαντικός ο ρόλος των θεσµών και του κράτους, ώστε να επιφέρουν τις αναγκαίες διορθώσεις», κατέληξε.