Η έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, η οποία εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καταγράφει µια γενικότερη πτώση σε όλες τις χώρες της ΕΕ σε ό,τι αφορά δεξιότητες σε βασικά µαθήµατα. Την ίδια ώρα, καταγράφει πως η χώρα µας είχε τη µεγαλύτερη άνοδο όχι όµως στις επιτυχίες, αλλά στις χαµηλές επιδόσεις σε Μαθηµατικά, ανάγνωση και Θετικές Επιστήµες.
Η φετινή έκθεση επικεντρώνεται ακόµα στη µάθηση για τη βιωσιµότητα σηµειώνοντας ότι τα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήµατα της ΕΕ έχουν αρχίσει να βοηθούν τα σχολεία να αναπτύξουν τη µάθηση για τη βιωσιµότητα.
Μπορεί η Κύπρος να είναι η µόνη χώρα της ΕΕ στην οποία η µάθηση για τη βιωσιµότητα αποτελεί υποχρεωτικό µάθηµα από το 2008 στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση, ωστόσο αυτό δεν εξαργυρώνεται στην αξιολόγηση των γνώσεων που αποκοµίζουν οι Κύπριοι µαθητές/τριες.
Σύµφωνα µε την έκθεση, οι Κύπριοι µαθητές έχουν χαµηλότερη βαθµολογία σε σχέση µε τους Ευρωπαίους συνοµηλίκους τους. «Η βαθµολογία των Κύπριων µαθητών στη διεθνή µελέτη για την αγωγή του πολίτη (ICCS) του 2022 σχετικά µε τις γνώσεις για τη βιώσιµη ανάπτυξη είναι η δεύτερη χαµηλότερη µεταξύ των 17 συµµετεχουσών χωρών της ΕΕ, 452,7 έναντι 506,7 της ΕΕ των 17. Υπάρχει επίσης ευρύ χάσµα µεταξύ των φύλων, της τάξης των 29,3 εκατοστιαίων µονάδων υπέρ των κοριτσιών. H χαµηλή βαθµολογία µπορεί να οφείλεται στο ότι οι µαθητές επικεντρώνονται λιγότερο σε θέµατα βιωσιµότητας, καθώς δεν πρόκειται για µαθήµατα προς εξέταση».
Παράλληλα, όπως επισηµαίνεται, τα ιδρύµατα ανώτερης εκπαίδευσης υλοποιούν διάφορα προγράµµατα σχετικά µε τη µάθηση για τη βιωσιµότητα. Υπάρχουν προπτυχιακά, µεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράµµατα για σπουδές σχετικές µε το περιβάλλον και τη βιωσιµότητα. Ωστόσο, δεν υπάρχει πολιτική σε εθνικό επίπεδο σχετικά µε το περιεχόµενο ή τις παιδαγωγικές προσεγγίσεις της διδασκαλίας της βιωσιµότητας στην ανώτερη εκπαίδευση.
Περισσότεροι από τους µισούς χωρίς το ελάχιστο επίπεδο επάρκειας βασικών δεξιοτήτων
Περισσότεροι από τους µισούς Κύπριους µαθητές δεν διαθέτουν το ελάχιστο επίπεδο επάρκειας σε βασικές δεξιότητες και πολύ λίγοι διαθέτουν προηγµένες βασικές δεξιότητες.
Στο πρόγραµµα του ΟΟΣΑ του 2022 για τη διεθνή αξιολόγηση µαθητών (PISA), το 60,6% των ατόµων ηλικίας 15 ετών είχαν χαµηλές επιδόσεις στην ανάγνωση, το 53,2% στα Μαθηµατικά και το 51,8% στις Θετικές Επιστήµες (ΟΟΣΑ, 2023).
Η Κύπρος κατέγραψε τη µεγαλύτερη αύξηση όσον αφορά τις χαµηλές επιδόσεις από το 2018 και µία από τις υψηλότερες στην ΕΕ (µέσοι όροι της ΕΕ: 26,2% στην ανάγνωση, 29,5% στα Μαθηµατικά, 24,2% στις Θετικές Επιστήµες). Αυτό αντικατοπτρίζει τα αποτελέσµατα της «Έρευνας όσον αφορά την ικανότητα ανάγνωσης σε διεθνές επίπεδο» (PIRLS) του 2021, στην οποία οι Κύπριοι µαθητές είχαν επίσης χαµηλότερες επιδόσεις από τον µέσο όρο της ΕΕ. Ταυτόχρονα, το ποσοστό των µαθητών µε υψηλές επιδόσεις είναι πολύ χαµηλότερο από τον µέσο όρο της ΕΕ και στους τρεις τοµείς. Μόνο το 1,4 % των νεαρών Κυπρίων επέδειξαν προηγµένες δεξιότητες στην ανάγνωση (ΕΕ: 6,5%), 3,9% στα Μαθηµατικά (ΕΕ: 7,9%) και 2% στις Θετικές Επιστήµες (ΕΕ: 6,9%).
Στο επίκεντρο ποιότητα και ισότητα του συστήµατος εκπαίδευσης
Αυτό που αναφέρεται στην έκθεση είναι πως η απότοµη πτώση των αποτελεσµάτων του PISA την τελευταία δεκαετία αντικατοπτρίζει προκλήσεις τόσο όσον αφορά την ποιότητα, όσο και την ισότητα του συστήµατος εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Το συνολικό ποσοστό των µαθητών µε χαµηλές επιδόσεις αυξήθηκε και στα τρία εξεταζόµενα αντικείµενα σε σύγκριση µε την προηγούµενη έρευνα PISA το 2018. Η αύξηση αυτή ήταν ιδιαίτερα έντονη µεταξύ των µαθητών στο ανώτερο κοινωνικο-οικονοµικό τεταρτηµόριο (10,6 εκατοστιαίες µονάδες έναντι 2,2 εκατοστιαίων µονάδων σε επίπεδο ΕΕ). Το ποσοστό των µαθητών µε χαµηλές επιδόσεις στην εν λόγω οµάδα (32,7%) είναι τριπλάσιο από τον µέσο όρο της ΕΕ (10,9%). Επίσης, τα δύο τρίτα των µαθητών στο χαµηλότερο κοινωνικο-οικονοµικό τεταρτηµόριο δεν πέτυχαν το ελάχιστο επίπεδο επάρκειας στα Μαθηµατικά (69,8% έναντι ΕΕ: 48,0%).
Το ποσοστό χαµηλών επιδόσεων αυξήθηκε επίσης σηµαντικά κατά 17,6 εκατοστιαίες µονάδες µεταξύ του 2018 και του 2022. Τόσο για τους προνοµιούχους, όσο και για τους µειονεκτούντες µαθητές, η πτώση της απόδοσης ήταν η πιο έντονη στην ΕΕ κατά την περίοδο αυτή. Πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η Κύπρος κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό χαµηλών επιδόσεων, µε πάνω από το 40,3% των µαθητών να υστερούν ταυτόχρονα και στα τρία εξεταζόµενα αντικείµενα.
Σε ό,τι αφορά τα συµπεράσµατα της έκθεσης σε σχέση µε τις χαµηλές επιδόσεις, γίνεται αναφορά στο ότι ορισµένες προκλήσεις παραµένουν ανεπίλυτες.
Για παράδειγµα, τα σχολεία έχουν µικρή αυτονοµία, κάτι που βοηθά στο να πετύχουν καλύτερα αποτελέσµατα. Ακόµη οι µέθοδοι διδασκαλίας βάσει ικανοτήτων χρειάζεται να αναπτυχθούν περαιτέρω και να εφαρµοστούν σε συνδυασµό µε µια νοοτροπία αξιολόγησης.
Όπως έχει επισηµανθεί από εµπειρογνώµονες, η δηµιουργία ενός συστήµατος έγκαιρης προειδοποίησης και η ανάπτυξη δρόµων προς τη σχολική επιτυχία θα µπορούσαν να βοηθήσουν τους µαθητές µε χαµηλές επιδόσεις.
Η ενδυνάµωση των εκπαιδευτικών και η βελτίωση της συνεχούς επαγγελµατικής τους εξέλιξης είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της ποιότητας, διότι µια δυναµική προσέγγιση για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών και των σχολείων επηρεάζει τα µαθησιακά αποτελέσµατα των µαθητών.
Οι προκλήσεις που συνδέονται µε το σχολικό κλίµα και την πειθαρχία µπορούν επίσης να επηρεάσουν τις επιδόσεις των µαθητών. Περισσότεροι από 1 στους 4 µαθητές (24,0%) στην Κύπρο ανέφεραν ότι υφίστανται εκφοβισµό τουλάχιστον µερικές φορές το µήνα. Οι µαθητές που υφίστανται συχνά εκφοβισµό εµφανίζουν πτώση στη βαθµολογία στα Μαθηµατικά κατά 21 µονάδες, η οποία αποτελεί µία από τις υψηλότερες τιµές στην ΕΕ.
Υψηλά τα ποσοστά των µαθητών που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο
Η Κύπρος, όπως καταγράφεται (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2023), αντιµετωπίζει διαρθρωτικές δυσκολίες όσον αφορά την παραµονή των νέων στην επίσηµη εκπαίδευση.
Εξακολουθεί να έχει υψηλό ποσοστό µαθητών που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο. Συγκεκριµένα, το 2023 το ποσοστό των νέων (ηλικίας 18-24 ετών) που εγκατέλειψαν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση αυξήθηκε σε σύγκριση µε το προηγούµενο έτος κατά 2,3 εκατοστιαίες µονάδες φτάνοντας το 10,4% (ο αντίστοιχος µέσος όρος της ΕΕ είναι 9,5%), παρά τις εθνικές προσπάθειες και τη στήριξη από κονδύλια της ΕΕ.
Ακόµα µεγαλύτερο πρόβληµα θεωρείται το χάσµα που καταγράφεται µεταξύ ντόπιων µαθητών και µαθητών που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ. Είναι το µεγαλύτερο στην ΕΕ φτάνοντας τις 18,6 εκατοστιαίες µονάδες το 2023.
Η έκθεση σηµειώνει ότι το ΥΠΑΝ συνεργάζεται µε οµάδα εθνικών φορέων για την εξεύρεση λύσεων για τη διατήρηση και τη συµµετοχή των µαθητών που κινδυνεύουν να εγκαταλείψουν το σχολείο.