Του Κωνσταντίνου Ζαχαρίου
Μπορεί η πρόταση του ΑΚΕΛ για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών να κόλλησε στην ισοψηφία στη Βουλή, αλλά φαίνεται ότι η πίεση η οποία μπήκε στο τραπεζικό σύστημα κατάφερε να αντιστρέψει την πορεία την οποία ακολουθούσαν τα επιτόκια τους προηγούμενους μήνες και να φέρει τις πρώτες μειώσεις προς όφελος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Το όφελος επί του παρόντος δεν είναι μεγάλο αλλά ούτε και ευκαταφρόνητο. Συγκεκριμένα, για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο ύψους 150 χιλ. ευρώ το κέρδος από τη μείωση των επιτοκίων και των χρεώσεων των τραπεζών ανέρχεται περίπου σε 500 ευρώ το χρόνο. Σημειώνεται ωστόσο ότι η αντιστροφή της πορείας οδηγεί στην προσδοκία ότι θα υπάρξει συνέχεια. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι να αναλάβουν τις ευθύνες τους και άλλοι φορείς όπως η κυβέρνηση, η Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού και η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή.
Στεγαστικά δάνεια
Τα επιτόκια της ΕΚΤ ακολούθησαν μια τρελή πορεία, καταγράφοντας αλλεπάλληλες αυξήσεις από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023. Ενδεικτικά κατά την πιο πάνω περίοδο το επιτόκιο της ΕΚΤ για τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων, εκτοξεύτηκε από το -0.5% στο +4%, παρασέρνοντας και τα επιτόκια στην Κύπρο.
Στη συνέχεια η ΕΚΤ έβαλε φρένο και από τον Ιούνιο του 2024 ξεκίνησε τη διαδικασία για τη σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους του χρήματος. Ωστόσο τα επιτόκια στην Κύπρο συνέχισαν τη δική τους τρελή πορεία. Ενδεικτικά, στα στεγαστικά δάνεια ο μέσος όρος του επιτοκίου αυξήθηκε από το επίπεδο του 2,15% που βρίσκονταν τον Ιανουάριο του 2022 στο 5,19% τον Ιανουάριο του 2024.
Σημειώνεται επίσης ότι στην πορεία, αν και έγιναν κάποιες μικρές μειώσεις στα επιτόκια από τις τράπεζες λόγω των αποφάσεων της ΕΚΤ, επιβλήθηκαν από το παράθυρο μεγάλες αυξήσεις στις συναφείς επιβαρύνσεις, όπως το κόστος έρευνας, διαχείρισης, κατάρτισης εγγράφων, εγγυήσεων κ.λπ. Ως αποτέλεσμα αυτού, το Συνολικό Ετήσιο Ποσοστό Επιβάρυνσης (ΣΕΠΕ), το οποίο πληρώνουν οι δανειολήπτες, συνέχισε να αυξάνεται μέχρι και τον Αύγουστο του 2024, μήνα κατά τον οποίο έφτασε μέχρι το 5,23%.
Οι πρώτες μειώσεις άρχισαν να φαίνονται με την έναρξη της συζήτησης στη Βουλή σε σχέση με την πρόταση του ΑΚΕΛ για φορολόγηση των υπερκερδών που αποκομίζουν οι τράπεζες και τη δημιουργία ταμείου για στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Λόγω της πίεσης η οποία μπήκε στο τραπεζικό σύστημα, μέχρι τον Νοέμβριο του 2024 το ΣΕΠΕ στα νέα στεγαστικά δάνεια υποχώρησε στο 4,9%. Δηλαδή μειώθηκε κατά 33 μονάδες βάσης. Για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο ύψους 150 χιλ. ευρώ, η πιο πάνω μείωση ισοδυναμεί με όφελος 495 ευρώ το χρόνο ήτοι 41,25 ευρώ το μήνα.
Αντίστοιχη πορεία ακολούθησαν και τα επιτόκια στα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια, τα οποία συνέχισαν να αυξάνονται μέχρι και τον Αύγουστο του 2024, μήνα κατά τον οποίο ο μέσος όρος έφτασε στο 4,7%. Ωστόσο στην πορεία, υπό το βάρος της πίεσης η οποία ασκήθηκε στο τραπεζικό σύστημα λόγω της πρότασης νόμου του ΑΚΕΛ, ο μέσος όρος υποχώρησε τον Νοέμβριο στο 4,46%. Δηλαδή μειώθηκε κατά 24 μονάδες βάσης. Για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο ύψους 150 χιλ. ευρώ, η πιο πάνω μείωση ισοδυναμεί με όφελος 360 ευρώ το χρόνο ήτοι 30 ευρώ το μήνα.
Επιχειρηματικά δάνεια
Την ίδια πορεία ακολούθησαν και τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, ο μέσος όρος του επιτοκίου στα νέα δάνεια για ποσά μέχρι 1 εκατ. ευρώ έφτασε τον Νοέμβριο του 2023 μέχρι το 6,01% και παρέμεινε για μήνες σε υψηλά επίπεδα. Ωστόσο μετά την έναρξη της συζήτησης στη Βουλή σε σχέση με την πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ, ξεκίνησε η διαδικασία της αποκλιμάκωσης. Ως αποτέλεσμα αυτού, τον Νοέμβριο του 2024 ο μέσος όρος υποχώρησε στο 5,01%. Δηλαδή μειώθηκε κατά 100 μονάδες βάσης, όση και η μείωση η οποία έγινε από την ΕΚΤ.
Ενδεικτικά για ένα δάνειο 150 χιλ. ευρώ το όφελος για την επιχείρηση είναι 1.500 ευρώ το χρόνο, ήτοι 125 ευρώ το μήνα.
Επίσης, στα υφιστάμενα δάνεια ο μέσος όρος μειώθηκε κατά 50 μονάδες βάσης, από το ανώτατο σημείο του 5,85% που είχε φτάσει τον Φεβρουάριο του 2024 στο 5,35% τον Νοέμβριο 2024.
Σημειώνεται ότι η πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ για φορολόγηση των υπερκερδών που αποκομίζουν οι τράπεζες από τα αυξημένα επιτόκια με σκοπό τη δημιουργία ταμείου για στήριξη των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων… κόλλησε στην ισοψηφία στη Βουλή, αφού τα κόμματα ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ, ΔΗΠΑ και Volt στήριξαν τις τράπεζες. Ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι η πίεση η οποία μπήκε στο σύστημα άφησε οφέλη για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Στην τέταρτη θέση με τα υψηλότερα επιτόκια στην ευρωζώνη
Παρά τις πρόσφατες μειώσεις, οι χρεώσεις τις οποίες επιβάλλουν οι τράπεζες στην Κύπρο στους δανειολήπτες παραμένουν από τις πιο ψηλές στην ευρωζώνη.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –τα οποία αφορούν τις συστημικές τράπεζες– τον Νοέμβριο του 2024 ο μέσος όρος στα νέα στεγαστικά δάνεια ανήλθε στην Κύπρο στο 4,27% σε σύγκριση με 3,47% στην ευρωζώνη. Δηλαδή ο μέσος όρος στην Κύπρο παραμένει πιο ψηλός από την ευρωζώνη κατά 80 μονάδες βάσης. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι η Κύπρος βρίσκεται στην τέταρτη θέση με τα πιο ψηλά επιτόκια, πίσω από την Εσθονία (4,75%), τη Λετονία (4,73%) και τη Λιθουανία (4,56%). Από την άλλη πλευρά, οι χώρες με τα πιο χαμηλά επιτόκια είναι η Μάλτα (1,98%), η Ισπανία (3,08%) και η Γαλλία (3,17%).
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο για μείωση των επιτοκίων από τις τράπεζες.
Ελαφρώς καλύτερα είναι τα δεδομένα για τις επιχειρήσεις, αφού τον Νοέμβριο του 2024 ο μέσος όρος στην Κύπρο διαμορφώθηκε στο 4,86%, σε σύγκριση με 4,52% στην ευρωζώνη. Δηλαδή ο μέσος όρος στην Κύπρο παραμένει πιο ψηλός από την ευρωζώνη κατά 34 μονάδες βάσης.
Στην κατηγορία των επιχειρήσεων η Κύπρος βρίσκεται στην έβδομη θέση. Οι χώρες με τα πιο ψηλά επιτόκια είναι η Λετονία (6,01%), η Εσθονία (5,74%) και η Λιθουανία (5,47%). Στην άλλη πλευρά οι χώρες με τα πιο χαμηλά επιτόκια είναι η Ολλανδία (4,02%), το Λουξεμβούργο (4,05%) και η Γαλλία (4,24%).