Της Ελένης Κωνσταντίνου
Γερνάει το ιατρικό εργατικό δυναμικό της Ευρώπης, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της Eurostat, ενώ σημειώνεται και η έλλειψη προσωπικού τη στιγμή που οι ανάγκες αυξάνονται στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Συγκεκριμένα, σε 12 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με στοιχεία του 2022, οι γιατροί ηλικίας 55 ετών και άνω αποτελούσαν πάνω από το 40% των γιατρών των αντίστοιχων χωρών. Επίσης, η έρευνα δίνει στοιχεία και για τις αναλογίες γιατρών ανά κατοίκους, καθώς και για τις ηλικίες και το φύλο της πλειοψηφίας των επαγγελματιών υγείας.
Το 2022, εκτιμάται ότι υπήρχαν 1,83 εκατομμύρια ασκούμενοι ιατροί στην ΕΕ και μεταξύ αυτών πάνω από 481.000 ως γιατροί γενικής ιατρικής. Οι γενικοί ιατροί (GPs) παρέχουν ολοκληρωμένη ιατρική φροντίδα για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων υγείας, χωρίς να περιορίζονται σε ένα συγκεκριμένο ιατρικό τομέα ή ασθένεια.
Οι Κάτω Χώρες βρίσκονταν στην πρώτη θέση όσον αφορά την αναλογία των ασκούμενων γενικών γιατρών, με 183,4 ανά 100.000 κατοίκους, ακολουθούμενες από την Ιρλανδία (174,1), την Αυστρία (146,1) και την Κύπρο (137,7). Υψηλή αναλογία γενικών γιατρών, με 304,3 ανά 100.000 κατοίκους, ανέφερε η Πορτογαλία, ωστόσο ο αριθμός αυτός αφορά γιατρούς με άδεια άσκησης επαγγέλματος και όχι ασκούντες γενικούς γιατρούς, γεγονός που δεν τον καθιστά άμεσα συγκρίσιμο.
Αντίθετα, η χαμηλότερη αναλογία καταγράφηκε στην Ελλάδα (με άδεια άσκησης επαγγέλματος) με 45,8 ανά 100.000 κατοίκους, ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (59,8), τη Σουηδία (62,2, στοιχεία για το 2021) και τη Σλοβενία (68,8), ακολουθούμενη από την Ουγγαρία (68,9).
Περισσότεροι ειδικοί γιατροί
Σε 18 χώρες της ΕΕ (από τις 25 για τις οποίες υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία) υπήρχαν περισσότεροι ειδικοί γιατροί από γενικούς γιατρούς το 2022. Οι χώρες της ΕΕ με τον υψηλότερο αριθμό ειδικών γιατρών ήταν η Γερμανία (125.227) και η Ιταλία (97.237). Η Ελλάδα ανέφερε τον υψηλότερο αριθμό ειδικών γιατρών ανά 100.000 κατοίκους (269,3 ανά 100.000 κατοίκους, με άδεια άσκησης επαγγέλματος), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (193,4 ανά 100.000 κατοίκους).
Το 2022, υπήρχαν περισσότεροι ειδικοί χειρουργοί από τους γενικούς γιατρούς σε 13 από τις 25 χώρες της ΕΕ για τις οποίες υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία. Ο μεγαλύτερος αριθμός ειδικών χειρουργών αναφέρθηκε στη Γερμανία (104.587), την Ιταλία (64.122) και την Ισπανία (50.763). Η Ελλάδα ανέφερε τον υψηλότερο αριθμό ανά 100.000 κατοίκους (150,5 ανά 100.000 κατοίκους, με άδεια άσκησης επαγγέλματος), ακολουθούμενη από την Κύπρο (143,3 ανά 100.000).
Γερνάει με ταχείς ρυθμούς το ανθρώπινο δυναμικό
Σε μεγάλο μέρος της ΕΕ παρατηρείται ταχεία γήρανση του ανθρώπινου δυναμικού της υγειονομικής περίθαλψης. Σε 12 χώρες της ΕΕ το ποσοστό των γιατρών ηλικίας 55 ετών και άνω ήταν μεγαλύτερο από 40,0% το 2022. Μεταξύ αυτών, το ποσοστό ήταν πάνω από 50,0% στη Βουλγαρία και την Ιταλία (54,0% και 53,9%, αντίστοιχα). Στις περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, το σχετικό ποσοστό αυτής της ηλικιακής ομάδας στον συνολικό αριθμό των γιατρών ήταν μεταξύ 23,0% και 34,3% -μικρότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Φινλανδία (21,4% -στοιχεία 2021), τη Μάλτα (21,2%) και τη Ρουμανία (20,6%). Αντικατοπτρίζοντας αυτά τα μικρότερα μερίδια για τους γιατρούς ηλικίας 55 ετών και άνω, τα υψηλότερα ποσοστά νεότερων γιατρών (κάτω των 35 ετών) καταγράφηκαν στη Μάλτα (46,1%) και τη Ρουμανία (34,6%).
Όσον αφορά την ηλικία των ασκούντων το επάγγελμα γιατρού, το ποσοστό των νεότερων (κάτω των 35 ετών) και των μεγαλύτερων σε ηλικία επαγγελματιών (55 ετών και άνω) διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών. Ωστόσο, είναι σαφές ότι το ιατρικό δυναμικό γηράσκει με ταχείς ρυθμούς, καθώς 12 χώρες της ΕΕ ανέφεραν ότι το ποσοστό των γιατρών ηλικίας 55 ετών και άνω ήταν μεγαλύτερο από 40,0% το 2022.
Η Γερμανία είχε το υψηλότερο ποσοστό γιατρών ηλικίας 55-64 ετών με 36,1%, ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (33,9%) και τη Λετονία (27,4%), ενώ η Ιταλία κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό γιατρών 65 ετών και άνω με 26,7%. Ακολουθεί η Ουγγαρία (22,4%) και η Εσθονία (22,3%).
Αντίθετα, η Μάλτα είχε το υψηλότερο ποσοστό νεότερων γιατρών με 46,1%, ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (34,6%) και τις Κάτω Χώρες (29,7%).
Η Βουλγαρία και η Ιταλία είχαν τα μεγαλύτερα ποσοστά γιατρών ηλικίας 55 ετών και άνω.
60% των γιατρών στην Κύπρο είναι άνδρες
Περισσότερο από το 70% των γιατρών στη Λετονία, την Εσθονία, τη Λιθουανία και τη Ρουμανία ήταν γυναίκες, ενώ σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ παρουσιάζονται όσον αφορά την αναλογία ανδρών και γυναικών γιατρών. Κατά την τελευταία δεκαετία, το συνολικό ποσοστό των γυναικών γιατρών αυξήθηκε σταδιακά -το 2018 υπήρχε μια μικρή πλειοψηφία των γιατρών στην ΕΕ που ήταν γυναίκες, και το ποσοστό αυτό συνέχισε να αυξάνεται τα τελευταία 4 χρόνια για να φθάσει το 52,8% το 2022.
Το 2022, η πλειονότητα (17) των 26 χωρών της ΕΕ για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ανέφεραν ότι είχαν μεγαλύτερο αριθμό γυναικών γιατρών από ό,τι ανδρών. Στη Φινλανδία (στοιχεία για το 2021), την Κροατία και τη Σλοβενία, πάνω από το 60% του συνόλου των γιατρών ήταν γυναίκες, ενώ στη Ρουμανία και τις χώρες της Βαλτικής το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 70%. Τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών γιατρών καταγράφηκαν στην Εσθονία (73%) και τη Λετονία (74%). Αντίθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό ανδρών γιατρών καταγράφηκε στην Κύπρο (60%). Σχετικά υψηλά ποσοστά ανδρών γιατρών καταγράφηκαν επίσης στην Ελλάδα, τη Μάλτα και την Ιταλία (όλα εντός του εύρους 54% έως 56%). Το μικρότερο χάσμα μεταξύ των δύο φύλων παρατηρήθηκε στην Αυστρία, όπου οι άνδρες αντιπροσώπευαν οριακά υψηλότερο ποσοστό όλων των γιατρών (διαφορά 1 ποσοστιαίας μονάδας).
Ορισμένες χώρες της ΕΕ αντιμετωπίζουν ανησυχίες σχετικά με την προβλεπόμενη έλλειψη γιατρών που θα είναι διαθέσιμοι στο δυναμικό τους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης στο μέλλον. Μεταξύ άλλων δράσεων, αυτό έχει οδηγήσει ορισμένες χώρες να προωθήσουν μέτρα που αποσκοπούν στην ενθάρρυνση περισσότερων φοιτητών να ακολουθήσουν σπουδές Ιατρικής.
Το 2022, εκτιμάται ότι στην ΕΕ αποφοίτησαν 15,5 γιατροί για κάθε 100.000 κατοίκους. Οι υψηλότερες αναλογίες καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (29,5 ανά 100.000 κατοίκους), τη Μάλτα (27,7 ανά 100.000 κατοίκους), τη Λετονία (27,5 ανά 100.000 κατοίκους), τη Ρουμανία (26,1 ανά 100.000 κατοίκους) και την Ιρλανδία (25,7 ανά 100.000 κατοίκους).