Υπάρχει προοπτική επιτυχίας της άτυπης πενταμερούς διάσκεψης για το Κυπριακό; Η μακροχρόνια στασιμότητα έχει επηρεάσει το ενδιαφέρον των πολιτών στις δύο κοινότητες ως προς το Kυπριακό; Σε ποια από τις δύο κοινότητες επιδεικνύεται μεγαλύτερη επιθυμία για λύση;
Σε αυτά τα ερωτήματα κλήθηκαν να απαντήσουν από τη «Χαραυγή» τρεις άνθρωποι που ασχολούνται επιστάμενα με το Kυπριακό και μελετούν επί χρόνια τις εξελίξεις.
Του Μιχάλη Μιχαήλ
Όλοι περιμένουν την πραγµατοποίηση της άτυπης πενταµερούς διάσκεψης για το Κυπριακό που αναµένεται να γίνει µετά το δεύτερο δεκαπενθήµερο του Μαρτίου στη Γενεύη. Οι προσδοκίες χαµηλές και τα ερωτήµατα πολλά.
Στα ερωτήµατα αυτά προσπάθησε η «Χαραυγή» να δώσει απαντήσεις µε τη βοήθεια του αναπληρωτή Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων στο Πανεπιστήµιο Κύπρου, Αριστείδη Κωνσταντινίδη, του Καθηγητή στο Τµήµα Ψυχολογίας του Πανεπιστηµίου Κύπρου, Χάρη Ψάλτη και του πολιτικού αναλυτή Χριστόφορου Χριστοφόρου.
Προβληματισμός από την πολιτική Τραμπ
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτηµα και οι τρεις διατηρούν πολλές επιφυλάξεις ως προς το αποτέλεσµα της συνάντησης.
Συγκεκριµένα, ο κ. Κωνσταντινίδης δεν αναµένει να υπάρξει επιτυχία της διάσκεψης «υπό την έννοια της προσέγγισης των δύο κοινοτήτων σε σύµπνοια ως προς την οµοσπονδιακή λύση και έναρξη των διαπραγµατεύσεων, και µάλιστα από κει που µείναµε στο Κραν Μοντανά, που είναι η επίσηµη θέση της πλευράς µας». Αναµένει τις εκλογές στην τ/κ κοινότητα και το αποτέλεσµά τους που ίσως δώσει την αφορµή στην Τουρκία να διαφοροποιήσει τη στάση της.
Εκείνο που διαβλέπει ότι µπορεί να γίνει είναι η συντήρηση ενός κλίµατος συνεννόησης που φαίνεται ότι εξυπηρετεί όλες τις πλευρές σε αυτή τη φάση. Επίσης, ανέφερε, «πολλά θα εξαρτηθούν από τις ευρύτερες διεθνείς και γεωπολιτικές εξελίξεις και τη στάση που θα υιοθετήσει η κυβέρνηση Τραµπ σε µία σειρά από ζητήµατα (Ουκρανία, Συρία, σχέσεις µε Τουρκία σε συνάρτηση και µε την αντιµετώπιση των Κούρδων, των Παλαιστινίων κ.λπ.)».
Ο κ. Ψάλτης από την πλευρά του επισηµαίνει και αυτός την επίδραση της στάσης των ΗΠΑ στις εξελίξεις. Σηµειώνοντας πως η επιτυχία της άτυπης πενταµερούς µετά τις εξελίξεις στις ΗΠΑ και την τροπή που παίρνει η αποδόµηση της διεθνούς τάξης αποκτά τη µορφή του κατεπείγοντος, τονίζει ότι «µπαίνουµε πραγµατικά σε αχαρτογράφητα νερά. Μια απόφαση του Αµερικανού Προέδρου µπορεί να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων το κεκτηµένο δεκαετιών στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού» και σηµειώνει ότι η ευελιξία και από τις δύο πλευρές θα είναι απαραίτητη για να µη σηµειωθεί αδιέξοδο.
Ο κ. Χριστοφόρου επισηµαίνει ότι η διάσκεψη πραγµατοποιείται «λόγω της προσπάθειας, κυρίως της ε/κ πλευράς, να δώσει την εντύπωση κινητικότητας στο Κυπριακό. Από την πλευρά της, η τ/κ πλευρά δεν θέλει να παρουσιαστεί πως εµποδίζει έστω άτυπες συναντήσεις». Διερωτάται, όµως, πώς θα υπάρξει θετικό αποτέλεσµα όταν απλά θέµατα, όπως το άνοιγµα νέων οδοφραγµάτων καταλήγουν σε ναυάγιο.
Σηµειώνει ότι «ο ΓΓ των Ηνωµένων Εθνών προώθησε την ιδέα, µάλλον καθηκόντως και όχι επειδή υπάρχει κάτι συγκεκριµένο που να δικαιολογεί κινήσεις εκ µέρους του».
Υπενθυµίζει ότι στις εκθέσεις του ΓΓ των Ηνωµένων Εθνών αφήνονται εκτεθειµένες και οι δύο πλευρές. Αντίθετα, αν δεν προηγείτο το Κραν Μοντανά και οι ιδέες Νίκου Αναστασιάδη για δύο κράτη, θα σηµειωνόταν η εµµονή Τατάρ ως προβληµατικό στοιχείο, ενώ υπογραµµίζει και τις παραβιάσεις από την κυβέρνηση στη νεκρή ζώνη, τις επιθέσεις εναντίον του Κόλιν Στιούαρτ κ.λπ., ενέργειες οι οποίες, όπως αναφέρει, δεν ευνοούν την προσπάθεια του Προέδρου της Δηµοκρατίας να παρουσιαστεί πως επιθυµεί διακαώς θετικές εξελίξεις.
Εκτιµά, όµως, πως η προσπάθεια Ελλάδας και Τουρκίας να µειώσουν τους κινδύνους επιδείνωσης των σχέσεών τους, ίσως επενεργήσει θετικά.
Μειωμένο, αλλά όχι απόν το ενδιαφέρον για το Κυπριακό
Στο δεύτερο ερώτηµα ο κ. Ψάλτης καταθέτει την άποψή του όπως έχει διαµορφωθεί από εµπειρικά δεδοµένα ερευνών του Πανεπιστηµίου Κύπρου και του Πανεπιστηµιακού Κέντρου Ερευνών Πεδίου. Η εικόνα είναι ότι παρά την απογοήτευση η συντριπτική πλειοψηφία και στις δύο κοινότητες επιθυµεί τη λύση του Κυπριακού µε µια φόρµουλα που στη φιλοσοφία της ακολουθεί τη λογική του πλαισίου Γκουτέρες. Δηλαδή ασφάλεια και για τις δύο κοινότητες και διαµοιρασµός εξουσίας των δύο κοινοτήτων.
Ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης εκτιµά ότι υπάρχει µερίδα του κόσµου που εξακολουθεί να επιδεικνύει ζωηρό ενδιαφέρον και να αγωνιά για τις εξελίξεις στο Κυπριακό, αλλά υπάρχει και µεγάλη µερίδα του κόσµου, ιδίως στις νεότερες γενιές, που αδιαφορεί για το Κυπριακό και θα επιδείξει κάποιο ενδιαφέρον εάν οι εξελίξεις προχωρήσουν και οδηγήσουν σε πορεία λύσης.
Ο Χριστόφορος Χριστοφόρου αναφέρθηκε σε δηµοσκοπήσεις οι οποίες δείχνουν ότι προτεραιότητα για τους πολίτες είναι η οικονοµία ή άλλα θέµατα, παραγνωρίζοντας πως το Κυπριακό είναι συνεχής έγνοια των πολιτών µιας και επηρεάζει κάθε πτυχή της καθηµερινότητάς τους. «Δεν µπορούµε να µιλούµε για αδιαφορία, αλλά για µειωµένη ενασχόληση, κάποια απάθεια και, ταυτόχρονα, σοβαρές αµφιβολίες για τις προοπτικές διεξόδου. Δεν είναι παράδοξο. Για δύο ακριβώς χρόνια, ο Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης διαβεβαιώνει για προοπτικές, για απεσταλµένους, για σοβαρές εξελίξεις, µα ουδέν σηµείο σαφούς προόδου βλέπουν οι πολίτες. Ούτε σοβαρή, συγκεκριµένη πρόταση που να είναι υπόσχεση για σοβαρές εξελίξεις ακούσαµε», συµπλήρωσε.
Κάποιοι επιθυμούν λύση και κάποιοι διχοτόμηση
Σε ό,τι αφορά το τρίτο ερώτηµα, οι ερωτηθέντες απάντησαν ότι δεν υπάρχει µία απάντηση σε αυτό το θέµα.
Ο Χρ. Χριστοφόρου επεσήµανε πως «η µεγάλη πλειοψηφία σε κάθε κοινότητα επιθυµεί να υπάρξει λύση, χωρίς να παραγνωρίζουµε πως και στις δύο κοινότητες, έχουµε οµάδες που για διαφορετικούς λόγους ευνοούν τη σηµερινή διχοτοµική κατάσταση. Το κρίσιµο ζήτηµα δεν είναι η επιθυµία για λύση, µα οι µεγάλες αποκλίσεις αναφορικά µε το είδος της λύσης, αποκλίσεις που υπάρχουν και εντός της κάθε κοινότητας». Επισηµαίνει ακόµη πως µε το πέρασµα του χρόνου η ένταση της επιθυµίας ανάµεσα στους Ε/κ για λύση έχει µειωθεί δραµατικά. «Ουδέν άτοµο κάτω των 50 ετών έχει σχέση και βιώµατα µε την κατεχόµενη γη και τα χωριά µας. Ο νόστος, ως ουσιαστικό συστατικό επιθυµίας για λύση, δεν υπάρχει», σηµείωσε. «Σαφέστατα, η τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι σε µειονεκτική θέση, υπό τον έλεγχο και επιβολή του ισλαµισµού και αποφάσεων από την Άγκυρα», ανέφερε, προσθέτοντας ότι µόνο µέσω λύσης µπορεί να ελπίζει σε αποδέσµευση από την κυρίαρχη παρουσία της Τουρκίας και από τις πολιτικές υποταγής που ακολουθούν οι σηµερινοί ηγέτες της κοινότητας.
Ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης εκτίµησε ότι η επιθυµία για λύση εξακολουθεί να υπάρχει και στις δύο κοινότητες. «Ωστόσο, το ζήτηµα πλέον είναι ότι η λύση γίνεται αντιληπτή µε διαφορετικό τρόπο σε κάθε κοινότητα, αλλά και εντός της κάθε κοινότητας. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα φαίνεται να γίνεται αντιληπτό ότι ο χρόνος δεν είναι σύµµαχος για µία αξιοπρεπή λύση», ενώ στην τουρκοκυπριακή κοινότητα «υπάρχει ένα δυναµικό τµήµα του κόσµου που αγωνιά για λύση και για ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ο κόσµος αυτός αισθανόταν παροπλισµένος µε την επικράτηση της πολιτικής Τατάρ/Τουρκίας των δύο κρατών. Ίσως η συντήρηση µίας κινητικότητας να οδηγήσει σε περαιτέρω επαγρύπνηση, χωρίς την οποία δεν θα µπορέσει να επιτευχθεί η λύση», κατέληξε.