Του Μιχάλη Μιχαήλ
Όντως, υπήρξαν θετικά βήματα στην άτυπη πενταμερή διάσκεψη της Γενεύης, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ήταν μια άτυπη, δηλαδή μια ανεπίσημη διάσκεψη χωρίς δεσμευτική υποχρέωση των μερών που συμμετείχαν σε αυτήν.
Σε αυτή τη διάσκεψη συζητήθηκαν Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, τα οποία δεν πρέπει να υποτιμώνται ούτε να χλευάζονται, γιατί, αν μη τι άλλο, θα λειτουργήσουν προς όφελος του κόσμου των δύο κοινοτήτων. Το θέμα της συντήρησης των κοιμητηρίων και στις δύο πλευρές (που χλευάστηκε ιδιαίτερα στην ε/κ πλευρά) μπορεί να μην είναι ΜΟΕ ουσιώδους σημασίας, ωστόσο αποτελεί μια σημαντική παράμετρο για τον αλληλοσεβασμό μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Όλοι γνωρίζουμε (κι ας μην το λέμε) ότι οι συλήσεις και καταστροφές κοιμητηρίων δεν έγιναν μόνο στα κατεχόμενα, αλλά έγιναν και στις ελεύθερες περιοχές.
Αρνητικότατος ο Τατάρ, ηπιότερος ο Φιντάν
Ξεκινώντας, λοιπόν, από τα θετικά, θα πρέπει να σημειώσουμε, εκτός εκείνων που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή, ότι ο διορισμός προσωπικού απεσταλμένου δεν προεξοφλεί ότι στο τέλος της αποστολής του θα υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
Οι θέσεις των δύο πλευρών παραμένουν ως έχουν και εκτός του ότι δεν υπήρξε καμία αναφορά στα θέματα ουσίας, οι επιμέρους αναφορές έδειξαν τις υφιστάμενες διαφορές.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Χαραυγής», ανεξάρτητα αν ο Ερσίν Τατάρ δηλώνει ότι έδωσε τη συγκατάθεσή του για τον διορισμό προσωπικού απεσταλμένου του Γ.Γ. του ΟΗΕ, η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Ο κ. Τατάρ προσπάθησε κι εδώ να περάσει τη γραμμή για συνεργασία των δύο πλευρών, στη βάση του στόχου του για ξεχωριστή κυριαρχία, εμμένοντας σε άρνησή του να συγκατατεθεί και επιμένοντας ότι ο ρόλος του απεσταλμένου είναι να επικεντρωθεί στο θέμα της συνεργασίας των δύο πλευρών και όχι επί της βάσης της προσπάθειας για επανέναρξη συνομιλιών στη βάση του πλαισίου του ΟΗΕ.
Επίσης, ο κ. Τατάρ δεν αποδεχόταν αρχικά μια σειρά από ΜΟΕ και προσπαθούσε να εισάγει μέτρα που και πάλι ενίσχυαν τον διαχωρισμό.
Άλλο σημαντικό σημείο την ώρα της συνάντησης είναι ότι διαπιστώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας η συνεργασία του κ. Τατάρ με την Τουρκία, όταν ο πρώτος με διάφορους τρόπους ζητούσε τη συγκατάθεση του Χακάν Φιντάν για πει όσα θα έλεγε.
Ο κ. Φιντάν από την πλευρά του δεν έλεγε κάτι διαφορετικό από τον κ. Τατάρ, αλλά το παρουσίαζε με πολύ πιο διπλωματικό τρόπο, που δεν επέτρεπε να δυναμιτιστεί το κλίμα και να λήξει άδοξα η διάσκεψη με υπαιτιότητα της Τουρκίας.
Τι πρέπει να κάνει η ε/κυπριακή πλευρά
Στη Γενεύη επεσυνέβη αυτό που ήταν προβλεπτό και είχε επισημανθεί από τη «Χαραυγή», ότι δηλαδή θα επιδιωκόταν να διασωθεί η διαδικασία.
Κι αυτό θα επιτυγχανόταν μόνο αν στη διάσκεψη δεν συζητείτο η ουσία του Κυπριακού, για τον απλούστατο λόγο ότι οι δύο πλευρές διατηρούν τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το ορόσημο του Ιουλίου, όπου θα επαναληφθεί η άτυπη διάσκεψη, με τους ίδιους συντελεστές, αλλά και ο διορισμός προσωπικού απεσταλμένου του Γ.Γ. του ΟΗΕ δεν προεξοφλούν ένα θετικό αποτέλεσμα.
Μέχρι τον Ιούλιο δεν θα πρέπει να επιδιωχθεί μόνο η αλλαγή στάσης της τουρκικής πλευράς, αλλά θα πρέπει να αλλάξει και η νοοτροπία της ε/κυπριακής πλευράς και του Προέδρου Χριστοδουλίδη, ο οποίος δεν πρέπει να ενεργεί επικοινωνιακά και χωρίς ουσιαστικές κινήσεις. Αυτά δεν θα οδηγήσουν σε επανέναρξη των συνομιλιών, που είναι ο διακηρυγμένος στόχος.
Ορθά επεσήμανε ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ, Στέφανος Στεφάνου, ότι μέχρι τον Ιούλιο θα πρέπει «ο στόχος να συνεχίζει να είναι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για επίτευξη συνολικής λύσης» και ότι ενόψει των όσων αποφασίστηκαν και ειδικά ενόψει της επόμενης συνάντησης τον Ιούλιο, χρειάζεται πολύ καλή προετοιμασία από μέρους της ε/κ πλευράς. Αυτό συνεπάγεται ότι «θα πρέπει να κτίσουμε πάνω στη θέση ότι επιδιώκουμε συνέχιση των διαπραγματεύσεων από το σημείο που διακόπηκαν, διαφυλάσσοντας όλες τις συγκλίσεις και εκφράζοντας χωρίς αμφισημίες την ετοιμότητά μας για διαπραγμάτευση των εκκρεμούντων ζητημάτων που περιλαμβάνονται στο Πλαίσιο Γκουτέρες».
Η κυβέρνηση, λοιπόν, θα πρέπει να εμμένει, χωρίς αμφισημίες, στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων από εκεί που σταμάτησαν το 2017, στη διαφύλαξη όλου του διαπραγματευτικού κεκτημένου, χωρίς μισόλογα για την πολιτική ισότητα ή για διάφορες άλλες πτυχές που περιλαμβάνονται στο κεκτημένο, αλλά και στην αποδοχή του πλαισίου Γκουτέρες, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις συγκλίσεις, και ότι εκείνο που θα συζητηθεί θα είναι τα εκκρεμούντα ζητήματα και όχι το πλαίσιο.
Από την άλλη, ο ΠτΔ δεν πρέπει να υποκύψει στις πιέσεις των συνεργαζόμενων κομμάτων στην κυβέρνηση, τα οποία απορρίπτουν το πλαίσιο Γκουτέρες και κάποια απορρίπτουν και τη συμφωνημένη βάση λύσης που είναι η ΔΔΟ.
Βέβαια, το παράδοξο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι τα κόμματα αυτά χαιρέτισαν την επιστολή της ΕΕ, η οποία προκρίνει ως λύση τη συμφωνημένη βάση λύσης, τη ΔΔΟ.
Στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα δεν χωράνε ούτε επικοινωνιακές τακτικές ούτε πειραματισμοί, κι αυτό το γνωρίζουν καλά οι κυβερνώντες.
Ο ρόλος της ΕΕ
Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση και ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης όχι μόνο δεν θα πρέπει να πανηγυρίζουν για το αποτέλεσμα της Γενεύης και ιδιαίτερα για την επιστολή που απέστειλε στον Γ.Γ. του ΟΗΕ, με κοινοποίηση και προς τους Χριστοδουλίδη και Τατάρ, διότι παρόμοια επιστολή αποστάλθηκε και το 2021 με μηδέν αποτελέσματα. Ήταν μια επιστολή διακήρυξης θέσεων και τίποτε άλλο.
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η ίδια η ΕΕ καθόρισε το ρόλο της στο Κυπριακό, που είναι σε αδρές γραμμές η θέση ότι δεν θα υποκαταστήσει τον ΟΗΕ στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, αλλά θα προσπαθήσει να συμβάλει σε αυτές τις προσπάθειες με στόχο να υπάρξει μια λειτουργική λύση στο πλαίσιο της ΕΕ. Συνεπώς η επιστολή δεν είναι κάτι νέο.
Είναι γνωστό ότι Τουρκία και ΕΕ έχουν κοινά συμφέροντα και ότι το τελευταίο διάστημα γίνεται μια νέα προσέγγιση στη βάση και της θέλησης της Άγκυρας να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό σχήμα ασφαλείας που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το ΝΑΤΟ στην Ευρώπη και από τη συμμετοχή αυτή η Τουρκία αναμένεται να έχει μεγάλα οικονομικά οφέλη.
Οικονομικά οφέλη δεν έχει μόνο η Τουρκία, αλλά έχει και η πλειοψηφία των χωρών-μελών της ΕΕ, που επιθυμεί μια αναβάθμιση των σχέσεων με την Τουρκία και τη μη ύπαρξη εμποδίων σε αυτή την πορεία.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσον η Κύπρος θα είναι σε θέση να βάλει εμπόδια σε αυτή την επιδιωκόμενη πορεία για την Τουρκία κι αν κάνει κάτι τέτοιο, αυτό θα θέσει την Κύπρο απέναντι στα μεγάλα συμφέροντα αυτών των χωρών-μελών αλλά και της ίδιας της ΕΕ.