Το χαμηλό ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις οδηγεί, χρόνο με το χρόνο, στην περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της Κύπρου και των ανεπτυγμένων κρατών-μελών της ΕΕ και της ευρωζώνης, όσον αφορά τους μισθούς και τα ωφελήματα των εργαζομένων.
Νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, η οποία βασίζεται σε δεδομένα του 2024, αποκαλύπτει ότι το ωριαίο κόστος εργασίας στην Κύπρο ανέρχεται στα 21 ευρώ, την ώρα που ο μέσος όρος στην ΕΕ φτάνει στα 33,5 ευρώ και στην ευρωζώνη στα 37,3 ευρώ. Δηλαδή οι μισθοί και τα ωφελήματα των εργαζομένων στην Κύπρο υστερούν κατά 37,3% σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ και κατά 43,7% σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Το χειρότερο όμως το οποίο προκύπτει από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας είναι ότι ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας είναι διαχρονικά πιο υψηλός από τον μέσο όρο της ΕΕ και της ευρωζώνης, οι μισθοί και τα ωφελήματα κινούνται με πολύ πιο χαμηλούς ρυθμούς. Ενδεικτικά, το τέταρτο τρίμηνο του 2024 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Κύπρο έφτασε στο 2,9%, σε σύγκριση με 1,4% στην ΕΕ και 1,2% στην ευρωζώνη. Παρά ταύτα, το ωριαίο κόστος εργασίας στην Κύπρο αυξήθηκε μόνο κατά 1 ευρώ (από 20 ευρώ σε 21 ευρώ), ενώ στην ΕΕ και στην ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 1,6 ευρώ (από 31,9 ευρώ σε 33,5 ευρώ και από 35,7 ευρώ σε 37,3 ευρώ αντίστοιχα). Δηλαδή για άλλη μια χρονιά οι εργαζόμενοι δεν πήραν το μερίδιο, το οποίο δικαιούνται από την πίτα της ανάπτυξης της οικονομίας. Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης και ιδιαίτερα η άρνησή της να εφαρμόσει την οδηγία της ΕΕ η οποία αφορά την προώθηση μέτρων προς την κατεύθυνση της αύξησης του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις οδηγούν, χρόνο με το χρόνο, στην περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της Κύπρου και των ανεπτυγμένων κρατών-μελών της ΕΕ και της ευρωζώνης, όσον αφορά τους μισθούς και τα ωφελήματα των εργαζομένων. Σημειώνεται ότι το ωριαίο κόστος εργασίας περιλαμβάνει δύο παραμέτρους: τους μισθούς και τα ημερομίσθια όπου η Κύπρος υστερεί κατά 39,2% σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (16,9 ευρώ έναντι 25,2 ευρώ στην ΕΕ και 27,8 ευρώ στην ευρωζώνη), και το μη μισθολογικό κόστος εργασίας όπου η Κύπρος υστερεί κατά 56,8% σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (4,1 ευρώ έναντι 8,3 ευρώ στην ΕΕ και 9,5 ευρώ στην ευρωζώνη).
Κάτω από τον μέσο όρο και η αγοραστική δύναμη
Οι χαμηλοί μισθοί έχουν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Δεύτερη έκθεση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας αποκαλύπτει ότι η αγοραστική δύναμη των Κυπρίων είναι τουλάχιστον 5% πιο κάτω από τον μέσο όρο των 27 κρατών-μελών της ΕΕ.
Οι χώρες στις οποίες τα νοικοκυριά έχουν την πιο υψηλή αγοραστική δύναμη είναι το Λουξεμβούργο (141% πιο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), η Ιρλανδία (+111%) και η Ολλανδία (+35%).
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες στις οποίες τα νοικοκυριά έχουν την πιο χαμηλή αγοραστική δύναμη είναι η Βουλγαρία (34% πιο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ), η Ελλάδα (-30%) και η Λετονία (-29%).
Κωνσταντίνος Ζαχαρίου