Κατεχόμενα: Συντηρητισμός vs κοσμικότητα

10 Min Read


Του Καλλή Αντούνα

Επανέρχεται το ζήτημα της πολιτιστικής, κοινωνικής και πολιτικής παρέμβασης της Τουρκίας στα κατεχόμενα και την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αυτή τη φορά, και για ακόμα μία φορά θα λέγαμε καλύτερα, στο στόχαστρο η τουρκοκυπριακή κοσμικότητα.

Πριν μερικές βδομάδες, το «υπουργικό συμβούλιο» είχε εγκρίνει τροποποίηση του «πειθαρχικού κανονισμού», που επέτρεπε σε κορίτσια κάτω των 18 ετών να φορούν μαντήλα στα σχολεία. Οι πρώτες αντιδράσεις ξεκινούν από τις εκπαιδευτικές οργανώσεις -τους «χωροφύλακες» της κοσμικής εκπαίδευσης στην τουρκοκυπριακή κοινότητα- οι οποίες προέβησαν σε σειρά κινητοποιήσεων και δηλώσεων. Οι αντιδράσεις γενικεύτηκαν σε πολιτική κρίση, με το «κυβερνών» κόμμα του Ερσίν Τατάρ να πασχίζει να συγκρατήσει τις αντιδράσεις ακόμη και ανάμεσα σε «βουλευτές» του κόμματός του, οι οποίοι καταδίκασαν τη χρήση της μαντήλας στα σχολεία.

Σε μια προσπάθεια να καταγραφούν οι απόψεις της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η «Χ» συνομίλησε με Τουρκοκύπριες γυναίκες, οι οποίες είναι και οι πιο άμεσα επηρεαζόμενες, για να μεταφέρουν τις απόψεις τους σχετικά με το ζήτημα της μαντήλας στα σχολεία, αλλά και της γενικότερης προσπάθειας παρέμβασης της Τουρκίας στην κοινότητα.

Σονάι: Θέλουν να ελέγξουν και να σφίξουν τον έλεγχο της Άγκυρας στη βόρεια Κύπρο 

«Η ώθηση προς την ομαλοποίηση του χιτζάμπ (μαντήλα) στα σχολεία δεν αφορά μόνο τη θρησκευτική ελευθερία – είναι μια σκόπιμη προσπάθεια να διαβρωθούν τα κοσμικά μας θεμέλια και να επιβληθούν συντηρητικές αξίες στη νεολαία μας», ανέφερε μιλώντας στη «Χ» η Σονάι.

«Ας είμαστε ξεκάθαροι: Κανένα παιδί κάτω των 18 δεν έχει την ικανότητα να λάβει μια τέτοια απόφαση που αλλάζει τη ζωή του χωρίς εξωτερική πίεση», δήλωσε, προσθέτοντας πως «οι πεποιθήσεις και οι επιλογές ενός ανηλίκου διαμορφώνονται από την οικογένεια, την κοινότητα και το εκπαιδευτικό τους σύστημα».

Σε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία, τα παιδιά θα πρέπει να προστατεύονται από ιδεολογική επιβολή -είτε θρησκευτική είτε πολιτική- μέχρι να φτάσουν σε μια ηλικία όπου μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις ανεξάρτητα, επεσήμανε. «Ωστόσο, υπό το πρόσχημα της “ελευθερίας”, η “κυβέρνησή” μας υποστηρίζει τη θεσμοθέτηση της θρησκευτικής ταυτότητας στα σχολεία», ανέφερε.

«Δεν πρόκειται για επιλογή, πρόκειται για έλεγχο», τόνισε και πρόσθεσε πως «πρόκειται για τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις που προσπαθούν εδώ και καιρό να φιμώσουν τη διαφωνία, να περιθωριοποιήσουν τις προοδευτικές φωνές και να σφίξουν τον έλεγχο της Άγκυρας στη βόρεια Κύπρο».

Το ζήτημα του χιτζάμπ είναι απλώς ένα άλλο κομμάτι της ευρύτερης στρατηγικής τους να διαβρώσουν την κοσμικότητα, να χειραγωγήσουν την πολιτιστική ταυτότητα και να μετατρέψουν την κοινωνία μας σε πολιτική επέκταση του ολοένα και πιο αυταρχικού καθεστώτος της Τουρκίας, υπογράμμισε.

«Πρέπει να αντισταθούμε σε αυτό. Πρέπει να υπερασπιστούμε τις κοσμικές, δημοκρατικές και πλουραλιστικές αξίες που μας έχουν καθορίσει. Η βόρεια Κύπρος δεν είναι Τουρκία. Και δεν θα επιτρέψουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα να γίνει πεδίο μάχης ιδεολογικής κατήχησης. Η προστασία των παιδιών μας από τον πολιτικό και θρησκευτικό καταναγκασμό δεν είναι καταπίεση, είναι καθήκον», κατέληξε.

Μπεστέ: «Θρησκευτικά ιδρύματα δωροδοκούν οικογένειες για να φοράνε χιτζάμπ»

«Πιστεύω ότι το όλο θέμα ήταν προβοκάτσια από την Τουρκία, διότι το ζήτημα ξεκίνησε περίπου την ίδια περίοδο με την εμφάνιση εσωτερικών ζητημάτων εντός της Τουρκίας, όπως τα μποϊκοτάζ και τις κινητοποιήσεις εναντίον του Ερντογάν», ανέφερε με τη σειρά της η Μπεστέ.

«Παρόλο που οι γονείς του παιδιού παρουσίασαν ότι το παιδί είναι μια χαρά και πως είναι επιλογή του να φοράει χιτζάμπ, είναι σημαντικό οι “υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας” να ερευνήσουν το θέμα», σημείωσε.

Η Μπεστέ πρόσθεσε, επίσης, ότι γνωρίζει από τότε που ήταν στο δημοτικό, πως διάφορα θρησκευτικά ιδρύματα έρχονται και «διαλέγουν» κορίτσια, για να περάσουν από θρησκευτική εκπαίδευση και κατήχηση. Συνήθως τα παιδιά που επιλέγονται είναι από οικογένειες που κατάγονται από την Τουρκία, συνήθως οικογένειες εποίκων ή από άλλες τουρκικές και μουσουλμανικές χώρες.

«Είχα φίλη μου πέρασε από κάτι τέτοιο, όταν ήμασταν δημοτικό. Το κορίτσι σχεδόν να αποκλειστεί από το σχολείο επειδή δεν πήγαινε στα μαθήματα, αντιθέτως παρακολουθούσε τη θρησκευτική εκπαίδευση. Η οικογένειά της μάλιστα φαίνεται να έπαιρνε λεφτά από αυτά τα θρησκευτικά ιδρύματα, κάτι σαν δωροδοκία ή επιχορήγηση, με αντάλλαγμα τα κοριτσάκια να φοράνε χιτζάμπ», τόνισε.

Παρατηρείται συχνά, πρόσθεσε, οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, με πατέρες οικοδόμους για παράδειγμα, οι οποίες ξεκινούν να φοράνε χιτζάμπ, ξαφνικά να αποκτούν μεγαλύτερα σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, ψηλές θέσεις εργασίας σε «δημόσιες» υπηρεσίες ή μεγάλες εταιρείες, υποτροφίες σε πανεπιστήμια στα κατεχόμενα κτλ.

«Μπορεί να μην έχω αποδεικτικά στοιχεία, αλλά το βλέπω να συμβαίνει γύρω μου», συνέχισε και πρόσθεσε πως υπάρχουν υποψίες πως το όλο εγχείρημα το πιο πιθανόν επιχορηγείται από την Τουρκία, έτσι ώστε να αλλοιωθεί η πολιτιστική ταυτότητα της κοινότητας, καθώς οι Τουρκοκύπριοι είναι πιο κοσμικοί από τους Τούρκους.

Οι Τουρκοκύπριοι, εξήγησε, δεν έχουν θέμα με το χιτζάμπ αυτό καθαυτό, «ασχέτως αν στα Μέσα έγινε μεγάλη προσπάθεια να παρουσιαστεί το γεγονός σαν απέχθεια των Τουρκοκυπρίων προς την ένδυση με χιτζάμπ», σημείωσε. «Απλά, ως Τουρκοκύπριοι, είμαστε πιο κοσμικοί», τόνισε.

Σουντέ: «Πρέπει να προστατεύσουμε την κοσμικότητά μας, γιατί είναι από τα λίγα που έχουν απομείνει»

«Παρόλο που οι Τουρκοκύπριοι έχουν αυτοπροσδιοριστεί ως “μουσουλμάνοι”, δεν θα δείτε ποτέ καμία Τουρκοκύπρια να φοράει χιτζάμπ», ανέφερε στη «Χ» η Σουντέ.

«Στις μέρες μας, όμως, μπορείς να δεις πολλές γυναίκες με χιτζάμπ να ζουν στη βόρεια πλευρά της Κύπρου. Και ποιες είναι αυτές; Οι Τουρκάλες», δήλωσε. Ο πληθυσμός τους αυξάνεται περισσότερο από τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό και κάποιοι από αυτούς έχουν εγκατασταθεί εδώ σχεδόν 50 χρόνια τώρα. «Και δυστυχώς, δεν ήρθαν εδώ για να ζήσουν σαν Κύπριοι· έφεραν και τη δική τους κουλτούρα και ταυτότητα. Οπότε, φυσικά, θα αρχίσουν να κάνουν κάποιες “αλλαγές”», συνέχισε.

«Ένα νέο νομοσχέδιο προτάθηκε από την κυβέρνηση – “μαριονέτα” τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτό το νομοσχέδιο επρόκειτο να επιτρέψει σε παιδιά γυμνασίου να φορούν χιτζάμπ στο σχολείο. Οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να ξεσηκώνονται γι’ αυτό, επειδή ήθελαν να προστατεύσουν την κοσμικότητα της κοινότητάς τους, κάτι που πιστεύω ότι είναι δίκαιο. Αλλά αυτό οδήγησε σε μεγάλη ένταση μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων», ανέφερε. «Πρέπει να προστατεύσουμε την κοσμικότητά μας, γιατί αυτό είναι ένα από τα λίγα πράγματα που έχουν απομείνει στα χέρια μας ως Τουρκοκύπριοι. Οι Τούρκοι τόλμησαν να μας πουν: “Αυτή δεν είναι η χώρα σας, αυτή είναι η χώρα μας· αν δεν σας αρέσει αυτό που κάνουμε, πηγαίνετε να ζήσετε στον “νότο” με τους Έλληνες».

«Κατά τη γνώμη μου, αυτή η εξέγερση δεν είναι μόνο ενάντια στο νομοσχέδιο, αλλά στη συνολική αφομοίωση των Τουρκοκυπρίων στη βόρεια πλευρά της Κύπρου. Αυτός ο αγώνας, λοιπόν, είναι σημαντικός. Αυτός ο αγώνας δεν είναι αγώνας ενάντια στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, αλλά είναι αγώνας κοινωνικής ύπαρξης», κατέληξε.



Share This Article