Νέοι άνθρωποι, ζευγάρια με παιδιά, διαμένουν στην ίδια στέγη με τους γονείς τους, γιατί δεν μπορούν να έχουν το δικό τους νοικοκυριό
Συνθήκες καταπίεσης, που σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζουν και τα όρια της δουλείας, θα έλεγε κανείς ότι χαρακτηρίζουν τις εργασιακές σχέσεις που ισχύουν σήμερα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους στον τομέα του εμπορίου και ιδιαίτερα του λιανικού εμπορίου, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει γνωρίσει μια τεράστια ανάπτυξη με τη λειτουργία και των δεκάδων πολυκαταστημάτων.
Αμοιβές που δεν ξεπερνούν τον κατώτατο μισθό που ορίζει η υφιστάμενη νομοθεσία ή και είναι ακόμα πιο χαμηλές για σκληρά ωράρια εργασίας, χωρίς άλλα ωφελήματα που δικαιωματικά απολαμβάνουν εργαζόμενοι σε άλλους τομείς, είναι τα βασικά δεδομένα που συνθέτουν τη σημερινή πραγματικότητα, με την οποία οι εργαζόμενοι στον τομέα του εμπορίου παλεύουν με νύχια και με δόντια να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση, χωρίς όμως να το κατορθώνουν, έχοντας απέναντί τους το αδάμαστο θηρίο της ακρίβειας.
Του Χρήστου Χαραλάμπους
Τη ζοφερή όσο και εξοργιστική εικόνα που παρουσιάζουν οι εργασιακές σχέσεις στον τομέα του εμπορίου στην Κύπρο της καλπάζουσας ανάπτυξης και των αριθμών που ευημερούν (σε αντίθεση με τους ανθρώπους), μας παρέθεσε με λεπτομέρειες η Επαρχιακή Γραμματέας Λεμεσού της ΠΕΟ, Μαρία Συγγέρη. Από την αρχή τόνισε ότι το πρόβλημα πηγάζει από το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι είναι ανοργάνωτοι, καθώς δεν υπάρχει συλλογική σύμβαση σε κανέναν χώρο εργασίας, μικρό ή μεγάλο, που έχει ως αντικείμενό του το εμπόριο.
Το πρόβλημα, όπως εξηγεί, είναι παγκύπριο, ωστόσο στη Λεμεσό είναι ιδιαίτερα έντονο, καθώς «δεν υπάρχει πουθενά συλλογική σύμβαση που να καλύπτει τις χιλιάδες εργαζομένων στον τομέα του εμπορίου».
«Όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι καλύπτονται από την υφιστάμενη νομοθεσία, ενώ η πλειοψηφία τους εργάζεται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, δεν δουλεύουν δηλαδή οκτάωρο. Αυτό το κάνουν επίτηδες οι εργοδότες», αναφέρει η Μαρία Συγγέρη, προσθέτοντας ότι ακόμη και όσοι απασχολούνται με πλήρη ωράριο, συχνά εξαναγκάζονται να εργάζονται 10 ή και 12 ώρες αντί για 8.
Όπως επισημαίνει, «κάποιοι εργοδότες καλύπτουν τις υπερωρίες με τους βασικούς τους υπαλλήλους, εκείνους δηλαδή που τους έχουν ανάγκη, ενώ χωρίζουν το ωράριο με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτουν τις ώρες αυξημένης κίνησης στην αγορά με διακεκομμένο ωράριο, εξυπηρετώντας πλήρως τις ανάγκες της επιχείρησης».
Είναι γνωστό ότι οι εργοδότες υποχρεούνται να τηρούν τον κατώτατο μισθό, που σήμερα είναι 1.000 ευρώ το εξάμηνο. Ωστόσο, στην πράξη, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, καθώς όσοι εργάζονται μερική απασχόληση πληρώνονται ανάλογα με τις ώρες που δηλώνει το κατάστημα ότι εργάζονται. Η επικεφαλής της ΠΕΟ Λεμεσού επισημαίνει ότι «ο κατώτατος μισθός δεν καλύπτει 38 ώρες την εβδομάδα, αλλά τα 1.000 ευρώ μπορεί να αντιστοιχούν σε 46 ώρες, ανάλογα με το τι δηλώνει ο εργοδότης». Βέβαια, υπάρχουν και εργοδότες που αποτελούν εξαίρεση, δηλώνοντας 40 ώρες την εβδομάδα.
Πέρα από το απαράδεκτο μισθολογικό καθεστώς, οι περισσότεροι εργαζόμενοι στο λιανικό εμπόριο στερούνται και βασικών ωφελημάτων που δικαιούνται, όπως αργίες, 13ο μισθό και ταμείο προνοίας, ενώ δεν έχουν τιμάριθμο. Έτσι, ο κατώτατος μισθός δεν τιμαριθμοποιείται, κάτι που αποτελεί πάγια απαίτηση της ΠΕΟ και πλήττει σοβαρά όσους απασχολούνται στον τομέα του εμπορίου.
Εργαζόμενοι οικογενειάρχες μετρούν και το τελευταίο σεντ…
Με αυτά τα δεδομένα αμοιβών των 1.000, 800 ή ακόμα και 500 ευρώ, ο κόσμος είναι αδύνατον να βγάλει τον μήνα του, αφού η ακρίβεια σε όλα τα επίπεδα έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, υποχρεώνοντας χιλιάδες εργαζόμενους οικογενειάρχες να μετρούν ακόμα και το τελευταίο σεντ που θα ξοδέψουν.
Ιδιαίτερα στη Λεμεσό το πρόβλημα της επιβίωσης έχει φτάσει σε πολύ επικίνδυνα επίπεδα, αφού ο κόσμος στην πλειοψηφία του δεν είναι σε θέση να καλύψει ακόμα και τις βασικές του ανάγκες, όπως τονίζει και η κα Συγγέρη, επισημαίνοντας ότι «από ένα μισθό των 1.000 ευρώ τι να προλάβει ο εργαζόμενος να καλύψει: το ρεύμα του, τη διατροφή του, τις άλλες καθημερινές ανάγκες της οικογένειάς του; Κι αν θα πρέπει να πληρώνει και ενοίκιο για τη στέγασή του, τότε σίγουρα καταντά άστεγος, αφού για μια τρύπα, για ένα στούντιο, απαιτείται ποσό διπλάσιο από τον βασικό μισθό των 1.000 ευρώ».
Κι αν κάποιος εργαζόμενος στο τομέα του λιανικού εμπορίου, μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα, θελήσει να κάνει μια δεύτερη δουλειά, δεν έχει εκ των πραγμάτων αυτή τη δυνατότητα, αφού τα καταστήματα λειτουργούν από τις 9 το πρωί μέχρι τις 8 ή ακόμα και 9 το βράδυ, οπότε «είναι αδύνατον, όταν ένας εργοδότης εκμεταλλεύεται τον υπάλληλο του με 12ωρο εργασίας, ο εργαζόμενος να έχει χρόνο να αναζητήσει και δεύτερη δουλειά για να συμπληρώσει το εισόδημά του και να μπορέσει να καλύψει στοιχειωδώς τις ανάγκες του».
Ακόμα πιο απελπιστική είναι η κατάσταση για αρκετούς νέους ανθρώπους που καταλήγουν να απασχολούνται στο λιανικό εμπόριο, αν και μπορεί να έχουν και πανεπιστημιακή κατάρτιση. Έτσι, όπως επισημαίνει η κα Συγγέρη, «βλέπουμε συνεχώς νέους ανθρώπους, ζευγάρια με παιδιά, να διαμένουν κάτω από τη ίδια στέγη με τους γονείς τους, γιατί δεν μπορούν με τα πενιχρά εισοδήματά τους να στήσουν το δικό τους νοικοκυριό… Δεν είναι λίγοι και οι νέοι άνθρωποι που δεν παντρεύονται ή αποφεύγουν να κάνουν παιδιά επειδή δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια για να προχωρήσουν τα ζωή τους».
Στην ίδια μοίρα και οι ξένοι εργαζόμενοι
Παράλληλα, όπως είναι γνωστό, στον κλάδο του λιανικού εμπορίου απασχολούνται και πολλοί ξένοι τους οποίους φέρνουν μέσα από νενομισμένες διαδικασίες οι εργοδότες, επικαλούμενοι συνήθως την έλλειψη ντόπιου προσωπικού. Πιο έντονη είναι η παρουσία αυτών των εργαζομένων σε μεγάλα καταστήματα και υπεραγορές, όπου εργοδοτείται σε διάφορα πόστα μεγάλος αριθμός ξένου προσωπικού.
Αναμφίβολα, αυτοί οι άνθρωποι προσφέρουν με την εργασία τους στην οικονομία του τόπου, «όμως και γι’ αυτούς τους εργαζόμενους η εκμετάλλευση είναι εκμετάλλευση. Όπως εκμεταλλεύονται τους Κύπριους, το ίδιο ή και χειρότερα εκμεταλλεύονται και τους ξένους εργαζόμενους. Ο εργοδότης δεν παύει να ασκεί την εκμετάλλευσή του στο έπακρο σε βάρος όλων αυτών των εργαζομένων».
Πέραν τούτου, οι ξένοι που εργοδοτούνται από συγκεκριμένο εργοδότη δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν και μια δεύτερη δουλειά. Αν και ορισμένοι εργοδότες καταβάλλουν υπερωρίες, η πλειοψηφία εκμεταλλεύεται την έλλειψη συλλογικής σύμβασης, επιβάλλοντας δυσμενείς συνθήκες εργασίας.
Φρένο στην εκμετάλλευση με οργάνωση των εργαζομένων
Δυστυχώς, αν και οι συντεχνίες έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν πολλές προσπάθειες, ωστόσο, όπως σημειώνει η γραμματέας τα ΠΕΟ, «δεν καταφέραμε να πείσουμε όλον αυτόν τον κόσμο που εργάζεται υπό αυτές τις απαράδεκτες συνθήκες να οργανωθεί». Και η εξήγηση βρίσκεται στο ότι «υπάρχει ένα καθεστώς τρομοκρατίας και απειλών εκ μέρους των εργοδοτών προς τους εργαζόμενους ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, οπότε ο καθένας σκέφτεται ότι έστω και με εκείνα τα 1.000 ευρώ θα συνεχίσει να εργάζεται και να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα».
Όμως οι συντεχνίες, όπως τονίζεται, δεν θα σταματήσουν να προσπαθούν, αλλά και «οι εργαζόμενοι πρέπει επιτέλους να αντιληφθούν και να το πάρουν απόφαση ότι χωρίς να οργανωθούν και να διεκδικήσουν τα εργασιακά ωφελήματα που δικαιούνται, δεν θα μπορέσουν να βγουν από αυτά τα σοβαρά οικονομικά και άλλα αδιέξοδα που βρίσκονται σήμερα».
Παράλληλα, τουλάχιστον η ΠΕΟ δεν θα σταματήσει να απαιτεί από το κράτος να εφαρμόσει νομοθεσίες ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό, ο οποίος θα πρέπει να τιμαριθμοποιείται, να πληρώνεται ανά ώρα, να περιλαμβάνει καταβολή 13ου μισθού και άλλα βασικά ωφελήματα για κάθε εργαζόμενο.
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος επιβίωσης των εργαζομένων όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα η κατάσταση, ιδιαίτερα στη Λεμεσό, κι αυτό θα πρέπει επιτέλους να προβληματίσει όλους και ιδιαίτερα την κυβέρνηση», όπως υποδεικνύει η Μαρία Συγγέρη.