Του Κυριάκου Λοΐζου
Το μπρα ντε φερ της επιβολής δασμών καλά κρατεί τον τελευταίο μήνα, με την αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας να κλιμακώνεται, την ίδια στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ «πάγωσε» για 90 ημέρες την «ταρίφα» για 75 χώρες, με σκοπό τη διαπραγμάτευση. Οι απειλές του ενοίκου του Λευκού Οίκου για δασμούς έως και 245% στα κινεζικά προϊόντα, σε συνδυασμό με το γεωπολιτικό κομμάτι της οικονομικής σύγκρουσης, φέρνουν θύμησες του περασμένου αιώνα από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, την ίδια στιγμή που, όπως και τότε, οι λαοί θα κληθούν να πληρώσουν το μάρμαρο.
Δύο οικονομολόγοι μιλούν στη «Χαραυγή», τόσο για το ακραιφνώς οικονομικό σκέλος όσο και για την πολιτική προέκταση και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τον λεγόμενο εμπορικό πόλεμο. Πόσο κοντά ή μακριά είμαστε από την ύφεση;
Χάρης Πολυκάρπου: Οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρήσουν την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία
Οι επιδράσεις των δασμών για την Κύπρο είναι πιο πολύ έμμεσες παρά άμεσες, καθώς δεν έχουμε υψηλό ποσοστό συναλλαγών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο αν η πολιτική των δασμών συνεχιστεί και έχει επιπτώσεις στην ΕΕ, είτε λόγω της μείωσης των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ είτε με τα μέτρα από κράτη-μέλη για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, πιθανώς να επηρεάσει τα εισοδήματα των Ευρωπαίων, αναφέρει ο οικονομολόγος και επικεφαλής του Τομέα Οικονομίας του ΑΚΕΛ, Χάρης Πολυκάρπου, τονίζοντας πως ενδέχεται να επηρεαστούν οι εμπορικές σχέσεις που έχει η Κύπρος με τις χώρες της ΕΕ.
Όπως εξηγεί, μια πολιτική δασμών σε βάθος χρόνου μπορεί να δημιουργήσει παγκόσμια ύφεση, κάτι που προφανώς θα επηρεάσει και εμάς.
Σε ό,τι αφορά το πολιτικό σκέλος, κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι η ΕΕ θεωρούσε παραδοσιακά σταθερό σύμμαχο τις ΗΠΑ όλα αυτά τα χρόνια και τώρα παρατηρείται μία βαθιά κρίση, ο κ. Πολυκάρπου υπογραμμίζει πως ο βασικός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτή τη χρονική περίοδο, είναι η διατήρηση του ηγεμονικού τους ρόλου στην παγκόσμια οικονομία, με τις ενέργειές τους να στρέφονται πρωτίστως κατά της Κίνας -του βασικού τους ανταγωνιστή- και δευτερευόντως κατά των υπολοίπων χωρών των BRICS και των αναδυόμενων οικονομιών.
«Κατά βάση, οι ΗΠΑ στρέφουν τα πυρά στην Κίνα, ωστόσο επιβάλλουν δασμούς σε παγκόσμιο επίπεδο διότι προτίθενται να αλλάξουν τους όρους με τους οποίους διενεργούν το εμπόριο. Θέλουν να στείλουν το μήνυμα σε αυτούς που συναλλάσσονται ότι “όσο θα αξιοποιείτε την εσωτερική αμερικανική αγορά για να εξάγετε τα προϊόντα σας, θα το κάνετε με τους δικούς μας όρους”.
Άρα θέλουν να φέρουν την ΕΕ στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, εξού και η παύση των 90 ημερών, με σκοπό να βάλουν τους βασικούς εμπορικούς εταίρους σε διαπραγμάτευση με τους δικούς τους όρους και να απαιτήσουν κάποια πράγματα, όπως η ενέργεια», υποδεικνύει ο επικεφαλής του Τομέα Οικονομίας του ΑΚΕΛ και προσθέτει ότι ενδεχομένως οι ΗΠΑ να επεκταθούν (στις απαιτήσεις τους) στο στρατιωτικό κομμάτι και να ζητήσουν μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες από τις χώρες της ΕΕ με σκοπό να μειώσει τα χρήματα που δαπανούν οι ΗΠΑ για τη συνεργασία του ΝΑΤΟ με την ΕΕ.
«Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ είναι ο βασικός εξαγωγέας όπλων στην ΕΕ· άρα όλα αυτά τα στοιχεία θα μπουν σε μία διαπραγμάτευση για να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά οφέλη», αναφέρει ο οικονομολόγος.
Στο ερώτημα εάν διακυβεύεται η συνοχή των κρατών-μελών της ΕΕ μπροστά στις ραγδαίες αυτές εξελίξεις, ο Χάρης Πολυκάρπου τονίζει πως «σε τέτοιες συνθήκες κρίσης το βασικό στοιχείο της ΕΕ είναι ότι τα μέλη κοιτάζουν, μεταξύ άλλων, το συμφέρον της χώρας τους και γι’ αυτό είναι δύσκολη μια κοινή πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ».
Πίτερ Ιωσήφ: Κάτι περισσότερο από εύλογες οι ανησυχίες για παγκόσμια ύφεση
Στο αμιγώς οικονομικό κομμάτι, πρόσφατα είδαμε τις αγορές να παίρνουν μια σημαντική, αλλά πρόσκαιρη, ανάσα μετά την περίοδο «χάριτος» των 90 ημερών που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, η οικονομική αβεβαιότητα παραμένει.
Οι ανησυχίες για μια πιθανή ύφεση είναι εύλογες, καθώς αξιωματούχοι της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας ανέφεραν την περασμένη Δευτέρα ότι, παρά την πιθανότητα ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, μπορεί να χρειαστεί να προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων, έτσι ώστε να περιοριστεί μια επιβράδυνση της οικονομίας. Αυτό εξηγεί από την πλευρά του ο οικονομικός αναλυτής Πίτερ Ιωσήφ και σημειώνει πως δεν πρόκειται για απλές ανησυχίες της αγοράς, αλλά είμαστε αντιμέτωποι με ένα ευρύτερο ζήτημα.
Στο πρόσφατο ιστορικό σκέλος αυτής της ιστορίας, υποδεικνύει ο κ. Ιωσήφ, η οικονομία των ΗΠΑ έκλεισε το 2024 με έναν σχετικά υγιή ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών υπήρξε μια χαλάρωση στην αγορά εργασίας, ενώ το επίκεντρο των ανησυχιών εστιάζεται περισσότερο στην κατανάλωση παρά στην παραγωγή ως τέτοια.
Σε ό,τι αφορά τη σύνδεση μεταξύ δασμών και οικονομικής ύφεσης, ο οικονομικός αναλυτής εξηγεί χαρακτηριστικά: οι δασμοί θα αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων που εισάγονται στις ΗΠΑ και εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι ΗΠΑ έχουν μια οικονομία ελλειμματική σε εμπορικό επίπεδο (εισάγουν περισσότερα απ’ όσα εξάγουν), γεγονός που μπορεί να μειώσει περαιτέρω την κατανάλωση. Ταυτόχρονα, δεν έχουν την ικανότητα να ανταποκριθούν άμεσα στις πιθανές ελλείψεις, και αυτό είναι το στοιχείο που ουσιαστικά μπορεί να προκαλέσει μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και, κατ’ επέκταση, ύφεση. Παράλληλα, μια αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων στην αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να αναγκάσει την Κεντρική Τράπεζα να διατηρήσει τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα ή, τουλάχιστον, να μην τα μειώσει στον βαθμό που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες.
Πάντως, όπως επισημαίνει, οι δασμοί είναι το ένα ζήτημα που αντιμετωπίζει η οικονομία των ΗΠΑ, ενώ το άλλο είναι το μεταναστευτικό, το οποίο επηρεάζει την οικονομία με την εξής έννοια: αν προχωρήσει σε εκτεταμένες απελάσεις, ουσιαστικά χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό θα εκδιωχθεί, κάτι που σημαίνει αύξηση του κόστους για τις εταιρείες που παράγουν εντός των ΗΠΑ. «Εάν δεχθούμε ότι θα αυξηθούν δραστικά οι τιμές στα κινεζικά βιομηχανικά προϊόντα, τίθεται το ερώτημα: ποιος θα παράγει αυτά τα προϊόντα στις ΗΠΑ και, κατ’ επέκταση, ποιος θα τα καταναλώσει;»
Καταληκτικά, σε σχέση με την αβεβαιότητα που επικρατεί στις επενδύσεις, ο Πίτερ Ιωσήφ υπογραμμίζει ότι, αν αυξηθούν οι φόβοι για ύφεση στις ΗΠΑ, τότε ναι, πιθανώς να υπάρξει περαιτέρω πτώση των χρηματιστηρίων, με το ενδεχόμενο του κραχ να είναι ορατό.