Του
Κωνσταντίνου Ζαχαρίου
Πολύ πιο κάτω από τον πήχη των προσδοκιών των Κύπριων επιστημόνων που εργάζονται στο εξωτερικό είναι το σχέδιο «Minds in Cyprus», το οποίο στοχεύει στον επαναπατρισμό των ταλέντων. Και αυτό επειδή επικεντρώνεται αποκλειστικά στην παραχώρηση φορολογικών κινήτρων, χωρίς να αγγίζει τις βαθύτερες αιτίες που έχουν οδηγήσει χιλιάδες Κυπρίους στο εξωτερικό.
Το υφιστάμενο πλαίσιο προνοεί φορολογική απαλλαγή 20% (ή 8.550 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο) επί της αμοιβής για επαναπατρισμένους εργαζομένους, υπό την προϋπόθεση ότι για τρία συνεχόμενα χρόνια, αμέσως πριν την έναρξη της εργοδότησής τους στη Δημοκρατία, εργάζονταν εκτός της Δημοκρατίας σε εργοδότη μη κάτοικο της Δημοκρατίας και η έναρξη της πρώτης εργοδότησής τους στη Δημοκρατία έγινε μετά τις 26/7/2022 και μέχρι το 2027. Η απαλλαγή παραχωρείται για επτά φορολογικά έτη, αρχίζοντας από το έτος που έπεται το έτος εργοδότησης στη Δημοκρατία.
Η τροποποίηση η οποία προτείνεται από την κυβέρνηση στο νομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή, αυξάνει το ποσοστό της φορολογικής απαλλαγής από 20% σε 25%, αυξάνει το ανώτατο ποσό φορολογικής απαλλαγής από 8.550 ευρώ σε 25.000 ευρώ, μειώνει τον προαπαιτούμενο χρόνο εκτός της Δημοκρατίας για λήψη της απαλλαγής, από 15 έτη σε 7 έτη (μετά τη συμπλήρωση των σπουδών τους) και παρέχει ευελιξία στο κριτήριο της απασχόλησης εκτός της Δημοκρατίας, από τρία συνεχόμενα έτη σε τουλάχιστον 36 μήνες από τα τελευταία 5 έτη.
Παρότι η κυβέρνηση προβάλλει την τροποποίηση ως σημαντική βελτίωση, πολλοί νέοι επιστήμονες εκφράζουν την απογοήτευσή τους.
Η πρωτοβουλία «Minds in Cyprus» παρουσιάζεται ως εθνική στρατηγική για την ανάσχεση του brain drain, ωστόσο αγνοεί πλήρως τα συστημικά προβλήματα τα οποία ώθησαν και συνεχίζουν να σπρώχνουν χιλιάδες Κυπρίους προς το εξωτερικό, όπως η έλλειψη επενδύσεων στην έρευνα και την καινοτομία, η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση για νεοφυείς επιχειρήσεις, οι ανεπαρκείς ευκαιρίες επαγγελματικής εξέλιξης, η αναξιοκρατία και η εκτεταμένη γραφειοκρατία, το αδιαφανές πλαίσιο προσλήψεων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα και φυσικά το μεγάλο πρόβλημα που έχει κληρονομήσει η χώρα κυρίως από το σκάνδαλο των «χρυσών» διαβατηρίων και αφορά την τάτσα της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Η έλλειψη αξιοκρατικών μηχανισμών και η απουσία ενός ευρύτερου οικοσυστήματος που να ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα, την επιστημονική έρευνα και την επιχειρηματικότητα αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την επιστροφή των ταλέντων.
Επιπλέον, το υψηλό κόστος ζωής, η κρίση στην αγορά ακινήτων και οι δυσκολίες πρόσβασης σε δανεισμό καθιστούν ακόμη πιο απαγορευτική την επιστροφή για οικογένειες ή νέους επαγγελματίες που επιθυμούν να ξεκινήσουν τη ζωή τους στην Κύπρο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ οι πολιτικές επαναπατρισμού ταλέντων συνοδεύονται από στοχευμένες επενδύσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη σύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας, τη στήριξη καινοτόμων επιχειρήσεων και τη δημιουργία επιστημονικών πάρκων και hubs τεχνολογίας. Παρά ταύτα, στην περίπτωση της Κύπρου, αντί αυτών το βάρος της προσέλκυσης εξειδικευμένων εργαζομένων εναποτίθεται αποκλειστικά σε φοροαπαλλαγές.
Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει ένας σαφής μηχανισμός παρακολούθησης της αποτελεσματικότητας του σχεδίου «Minds in Cyprus». Αντίθετα, ο μηχανισμός ο οποίος προτείνεται από την κυβέρνηση και αφορά την αξιολόγηση του σχεδίου κάθε πέντε χρόνια δεν επαρκεί για να διασφαλίσει την προσαρμογή του στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της διεθνούς αγοράς εργασίας και της κοινωνίας.
Η αναβάθμιση των φορολογικών κινήτρων ενδέχεται να είναι ευνοϊκή για άτομα υψηλόμισθα που ήδη είχαν σκοπό να επιστρέψουν, όμως δεν αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος. Πολλοί από τους νέους που εργάζονται στο εξωτερικό σε ερευνητικά ιδρύματα, νοσοκομεία, πανεπιστήμια ή τεχνολογικές εταιρείες δηλώνουν ότι θα επέστρεφαν εάν υπήρχαν θέσεις ανάλογες του επιπέδου τους και εάν διασφαλιζόταν ένα περιβάλλον που σέβεται τον κόπο και την αξία τους.
Ειδικότερα στον τομέα της Υγείας και της Βιοτεχνολογίας, αρκετοί Κύπριοι εργάζονται σε πανευρωπαϊκά προγράμματα, συμμετέχουν σε καινοτόμα projects και έχουν αποκτήσει εμπειρία που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε πολλαπλά οφέλη για τη χώρα. Η επάνοδός τους, ωστόσο, δεν προϋποθέτει μόνο μείωση της φορολογίας, αλλά δημιουργία των αναγκαίων δομών ώστε να μπορούν να συνεχίσουν το έργο τους.
Πολλοί εμπλεκόμενοι φορείς έχουν επισημάνει επανειλημμένα την ανάγκη για μία εθνική στρατηγική που να βασίζεται στη συμμετοχή των ίδιων των επιστημόνων και της κοινωνίας των πολιτών. Επεσήμαναν επίσης ότι η ελκυστικότητα μιας χώρας για επιστροφή δεν είναι θέμα φορολογικού συντελεστή, αλλά συνολικής ποιότητας ζωής, εργασιακού περιβάλλοντος και διαφάνειας στη δημόσια διοίκηση.
Ένα άλλο κομβικό στοιχείο που απουσιάζει από τη συζήτηση είναι η σύνδεση του προγράμματος με το σχεδιασμό για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της Κύπρου. Οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι που θα μπορούσαν να ενισχύσουν το μετασχηματισμό της οικονομίας, όπως data analysts, ειδικοί τεχνητής νοημοσύνης και βιώσιμης ενέργειας, παραμένουν στο εξωτερικό χωρίς σαφή κίνητρα να επιστρέψουν, πέρα από την προσωπική επιθυμία.
Το νομοσχέδιο αναμένεται να συζητηθεί στην ερχόμενη συνεδρία της Επιτροπής Οικονομικών, αύριο Δευτέρα 26 Μαΐου 2025. Σημειώνεται, επίσης, ότι για την εξέταση του νομοσχεδίου έχουν κληθεί να παραστούν στη Βουλή εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών, του Τμήματος Φορολογίας, της Νομικής Υπηρεσίας, του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ), του Κυπριακού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΚΕΒΕ), της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) και του Οργανισμού TechIsland.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η επιστροφή των Κύπριων επιστημόνων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με μεμονωμένες φορολογικές ελαφρύνσεις, αλλά απαιτεί βαθιές μεταρρυθμίσεις και ένα σχέδιο με όραμα, συμμετοχικότητα και διαχρονικότητα.