Ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου έχει σημειώσει εντυπωσιακό μετασχηματισμό από την οικονομική κρίση του 2013 και αναδείχθηκε πιο ισχυρός, πιο ανθεκτικός και καλύτερα ευθυγραμμισμένος με τα διεθνή πρότυπα, δηλώνει σε αποκλειστική συνέντευξή του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) ο Γενικός Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας (EBF), Wim Mijs.
Ο κ. Mijs επισημαίνει τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και τη στροφή του τομέα προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό ως βασικά στοιχεία προόδου. Παράλληλα, προειδοποιεί ότι η Κύπρος –όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη– πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση έναντι των αυξανόμενων κυβερνοαπειλών, της συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και του ανταγωνισμού από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες.
Αναφερόμενος στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον, τονίζει την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας στον κανονιστικό σχεδιασμό ώστε οι τράπεζες να μπορέσουν να στηρίξουν πιο αποτελεσματικά την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, ιδιαίτερα τη στιγμή που η Ευρώπη αντιμετωπίζει επενδυτικό κενό ύψους €800 δισ. ετησίως και νέες οικονομικές απαιτήσεις στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Ο επικεφαλής της EBF ζητά επίσης συγκεκριμένες ενέργειες για την προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων για τους πράσινους, ψηφιακούς και αμυντικούς στόχους της ΕΕ.
Ο κυπριακός τραπεζικός τομέας σε νέα βάση
Η μεταμόρφωση του τραπεζικού τομέα της Κύπρου από την κρίση του 2013 ήταν «βαθιά», λέει ο κ. Mijs. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν αναδειχθεί «σημαντικά ισχυρότερες, πιο ανθεκτικές και καλύτερα ευθυγραμμισμένες με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές».
Ένα βασικό στοιχείο αυτής της προόδου είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από περίπου 50% στο αποκορύφωμα της κρίσης σε κάτω από 9% σήμερα. Ο κ. Mijs αποδίδει αυτή τη βελτίωση στις στοχευμένες αναδιαρθρώσεις, την ενισχυμένη εποπτεία και τα ενισχυμένα πλαίσια διαχείρισης κινδύνου.
Άλλο σημαντικό επίτευγμα είναι η αναβάθμιση του κυπριακού πλαισίου κατά της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (AML), η οποία, όπως σημειώνει, έχει αναγνωριστεί θετικά από διεθνείς αξιολογήσεις όπως εκείνες της Moneyval και αποτυπώνεται στη βελτιωμένη θέση της Κύπρου στον Δείκτη AML της Βασιλείας. «Ως αποτέλεσμα, οι κυπριακές τράπεζες πλέον διαθέτουν περισσότερες συνεργασίες με ξένες τράπεζες από ποτέ», δηλώνει.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός έχει επίσης επαναπροσδιορίσει τον τομέα, με την πλειονότητα των τραπεζικών υπηρεσιών πλέον να παρέχεται ψηφιακά.
«Σήμερα, ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου αποτελεί σημαντικό παράγοντα στήριξης της οικονομικής σταθερότητας και της παροχής πίστωσης. Έχει συμβάλει ουσιαστικά στη σταθερή οικονομική ανάπτυξη της Κύπρου τα τελευταία χρόνια, παρά τις περιφερειακές και παγκόσμιες προκλήσεις», σημειώνει.
Ωστόσο, προειδοποιεί ότι παραμένουν προκλήσεις. Αναφέρεται στις κυβερνοαπειλές ως αυξανόμενο κίνδυνο που απαιτεί διαρκείς επενδύσεις στην ασφάλεια συστημάτων. Επιπλέον, επισημαίνει ότι οι γεωπολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες στην ευρύτερη περιοχή ενδέχεται να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
«Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες –ιδιαίτερα στις λιανικές υπηρεσίες και τις πληρωμές– αναδεικνύεται επίσης ως στρατηγική πρόκληση», προσθέτει.
Επαγρύπνηση σε περιβάλλον παγκόσμιας αβεβαιότητας
Όσον αφορά την αβεβαιότητα που προκαλείται μεταξύ άλλων από τη μεταβαλλόμενη εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, ο κ.Mijs επισημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να παραμείνουν ευέλικτες και ανθεκτικές απέναντι σε εξωτερικούς κραδασμούς.
«Ενώ οι αγορές φαίνεται να έχουν αντιδράσει ώριμα στους κινδύνους που συνδέονται με τις πρόσφατες εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο», τονίζει, «η αλλαγή αυτή συμβάλλει σε ένα πιο αβέβαιο παγκόσμιο σκηνικό, με πιθανές εκπλήξεις και ενδεχόμενη επιβράδυνση της μακροοικονομικής ανάπτυξης».
Παρόλα αυτά, σημειώνει την ανθεκτικότητα που επέδειξε ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας τα τελευταία χρόνια, εν μέσω κρίσεων όπως η πανδημία COVID-19, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η τραπεζική αναταραχή του Μαρτίου 2023.
«Σε αυτό το ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα διατήρησε τη σταθερότητα, προσφέροντας ουσιαστικές λύσεις και συνεργαζόμενο με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για τον περιορισμό των επιπτώσεων στις επιχειρήσεις και τους πολίτες», αναφέρει.
Παράλληλα αποδίδει αυτή την ανθεκτικότητα στη θεσμική αρχιτεκτονική της ΕΕ μετά την κρίση, επισημαίνοντας τον ρόλο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) και του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (SRM). Η ΕΒF, εξηγεί, λειτουργεί ως η φωνή του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, διασφαλίζοντας μέσω της συνεργασίας με ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές ότι προωθούνται στρατηγικές λύσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα.
«Δεν επικεντρωνόμαστε μόνο στη διαχείριση των βραχυπρόθεσμων κραδασμών, αλλά στο πώς ο τραπεζικός τομέας μπορεί να στηρίξει τη μακροπρόθεσμη ανάκαμψη και στρατηγική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης», τονίζει.
Αλλαγή πολιτικής για απελευθέρωση των επενδύσεων στην ΕΕ
Κληθείς να σχολιάσει την τρέχουσα σύσφιγξη των πιστωτικών συνθηκών στην ευρωζώνη την ώρα που ο πληθωρισμός αρχίζει να υποχωρεί και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μειώνει τα επιτόκια, αναφέρει ότι η ΕΕ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη χρηματοδότηση από τράπεζες, με τα τραπεζικά δάνεια να αποτελούν την πιο σημαντική πηγή εξωτερικής χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις.
Ωστόσο, σημειώνει ότι όπως έχει σήμερα, το κανονιστικό πλαίσιο στην Ευρώπη δεν είναι διαμορφωμένο ώστε να επιτρέπει στις τράπεζες να τροφοδοτήσουν τις επενδύσεις στην οικονομία στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Σημειώνει ότι ενώ η τραπεζική κανονιστική μεταρρύθμιση μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση πέτυχε όσον αφορά την ανθεκτικότητα των τραπεζών, έκανε το πλαίσιο υπερβολικά περίπλοκο. Επιπλέον, επέβαλε σημαντικούς περιορισμούς στον κλάδο όσον αφορά την κερδοφορία και την ικανότητα χρηματοδότησης της οικονομίας. Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες στην Ευρώπη λειτουργούν υπό εξαιρετικά υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις και αντιμετωπίζουν λαβύρινθο κανόνων και ρυθμίσεων», προσθέτει.
Για να βρεθεί η ισορροπία μεταξύ διαχείρισης κινδύνου και οικονομικής στήριξης, ο κ. Mijs ζητά αλλαγή πολιτικής.
«Για να μπορέσουν οι τράπεζες να τροφοδοτήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία μέσω δανείων και επενδύσεων, απαιτείται μια αλλαγή νοοτροπίας στη ρύθμιση — από μια υπερβολικά αμυντική στάση σε μια πιο ενεργητική προσέγγιση που να προωθεί την ανάπτυξη, τη σωστή ανάληψη κινδύνων και τις επενδύσεις ως αναγκαία στοιχεία για την ευημερία.», λέει.
Εξηγεί ότι αυτό απαιτεί δύο άμεσες ενέργειες: τη μείωση των υπερβολικά συντηρητικών κεφαλαιακών αποθεμάτων που εμποδίζουν τη χορήγηση δανείων και τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις, καθώς και την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής αγοράς τιτλοποίησης για να απελευθερωθεί περισσότερος κεφάλαιο.
Παράλληλα, επισημαίνει την ανάγκη απλούστερου σχεδιασμού στο ρυθμιστικό περιβάλλον, που έχει γίνει όλο και πιο κατακερματισμένο, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η λιανική τραπεζική, η ψηφιακή χρηματοδότηση και η κυβερνοασφάλεια. Όπως αναφέρει, απλοποίηση αυτών των πλαισίων είναι απαραίτητη αν οι ευρωπαϊκές τράπεζες θέλουν να στηρίξουν αποτελεσματικά τις επιχειρήσεις, ειδικά τις μικρομεσαίες, και να προωθήσουν τη μετάβαση της ΕΕ σε μια πιο ανθεκτική και ανταγωνιστική οικονομία.
Η Ένωση Κεφαλαιαγορών χρειάζεται κίνητρα για να αποδώσει
Καθώς η ΕΕ εντείνει τις προσπάθειες προώθησης της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) και κινητοποίησης ιδιωτικού κεφαλαίου για την άμυνα, τη ψηφιακή μετάβαση και την πράσινη ανάπτυξη, Ο CEO της EBF καλεί τους λήπτες αποφάσεων να μετατρέψουν τις προθέσεις σε απτά αποτελέσματα.
Ο κ.Mijs αναγνωρίζει ότι οι πρόσφατες προτάσεις των Mario Draghi και Enrico Letta σηματοδοτούν θετική κατεύθυνση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης. Το όραμα του Letta για μια Ένωση Αποταμίευσης και Επενδύσεων — που περιλαμβάνει την Ένωσης Κεφαλαιαγορών — θεωρείται σημαντικό βήμα για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και τη διοχέτευση ιδιωτικών κεφαλαίων σε στρατηγικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας.
Ωστόσο, ο κ. Mijs τονίζει ότι η κανονιστική φιλοδοξία από μόνη της δεν αρκεί. «Χρειαζόμαστε πραγματικά κίνητρα που να κάνουν τις επενδύσεις ελκυστικές», αναφέρει, υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη πρέπει να δημιουργήσει ένα οικοσύστημα όπου η επένδυση — ειδικά για μακροπρόθεσμους στόχους — να είναι ελκυστική και προσβάσιμη για τους απλούς πολίτες.
Η EBF υποστηρίζει την αξιοποίηση αποδεδειγμένων εθνικών μοντέλων, όπως το σύστημα συντάξεων και κεφαλαιαγορών της Σουηδίας, που κατευθύνει αποτελεσματικά τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών σε παραγωγικές επενδύσεις. Προσθέτει ότι η αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής αγοράς τιτλοποίησης αποτελεί επίσης βασική προτεραιότητα για την EBF. Όπως αναφέρει, κάτι τέτοιο όχι μόνο θα ενισχύσει την ικανότητα των τραπεζών να δανείζουν, αλλά και θα προσφέρει στους θεσμικούς επενδυτές ευρύτερες και ασφαλέστερες επιλογές για διαφοροποίηση χαρτοφυλακίου και διαχείριση κινδύνου.
Απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου για στήριξη τραπεζών και ανάπτυξης
Το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο έχει γίνει όλο και πιο πολύπλοκο, καθιστώντας δυσκολότερη τη λειτουργία των τραπεζών — ειδικά σε μικρότερες χώρες όπως η Κύπρος — και την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τον CEO της EBF.
Ο κ. Mijs επισημαίνει ότι από το ρυθμιστικό περιβάλλον στην ΕΕ «λείπει από ευελιξία και ευκολία πλοήγησης» που απαιτείται για την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπήρξε αύξηση τόσο σε οριζόντιες όσο και σε κλαδικές ψηφιακές πολιτικές, προσθέτοντας στρώματα πολυπλοκότητας για τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος που επιφέρει η υπερβολική ρύθμιση στην καινοτομία και την ανάπτυξη, η Επιτροπή έχει θέσει ως προτεραιότητα τη μείωση των κανονιστικών βαρών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε αυτόν τον νομοθετικό κύκλο. Όπως επισημαίνει ο κ. Mijs, αυτό περιλαμβάνει την εισαγωγή «πακέτων Omnibus» με μέτρα απλοποίησης και προσπάθειες για μείωση των διοικητικών βαρών. Ο στόχος είναι η διασφάλιση συνεπούς εφαρμογής των κανόνων της ΕΕ σε όλα τα κράτη μέλη.
Αυτές οι πρωτοβουλίες, λέει ο κ. Mijs, είναι ευπρόσδεκτες — ιδιαίτερα εκείνες που στοχεύουν στην ευθυγράμμιση της ρύθμισης με τους στόχους ανταγωνιστικότητας και βιωσιμότητας. Ωστόσο, τονίζει ότι το επόμενο βήμα πρέπει να περιλαμβάνει και τη μείωση της πολυπλοκότητας στην ψηφιακή ρύθμιση.
Η EBF, προσθέτει, επικεντρώνεται στο να διασφαλίσει ότι οι νέοι κανονισμοί και τα πακέτα «omnibus» διαθέτουν τις κατάλληλες παραμέτρους για το σύνολο του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της EBF αναφέρει επίσης ότι η υιοθέτηση του Κανονισμού για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα (DORA) αποτέλεσε θετικό βήμα, καθώς συνέβαλε στην ενοποίηση αποσπασματικών μέχρι πρότινος ρυθμιστικών απαιτήσεων σε ένα ενιαίο πλαίσιο.
Ωστόσο, λίγο μετά την υιοθέτηση του DORA, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τον Κανονισμό για την Κυβερνοανθεκτικότητα (CRA), με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας των ψηφιακών προϊόντων. Ο κ.Mijs επισημαίνει ότι ο CRA δεν εξαιρεί τον χρηματοπιστωτικό τομέα, παρόλο που πολλά από τα προϊόντα που καλύπτει ρυθμίζονται ήδη από τον DORA. Αυτό έχει οδηγήσει σε πρόσθετα κανονιστικά βάρη για τις τράπεζες —ιδίως για τα μικρότερα ιδρύματα— δημιουργώντας επικαλυπτόμενες υποχρεώσεις που ενδέχεται να υπονομεύσουν τον αρχικό στόχο της κανονιστικής σαφήνειας και αποτελεσματικότητας.
«Όσον αφορά τη βιώσιμη χρηματοδότηση, οι τράπεζες είναι στενά συνδεδεμένες με την οικονομία και κατανοούν ότι πολλοί από τους πελάτες τους, ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), συχνά αντιμετωπίζουν ελλείψεις δεδομένων και περιορισμένη ικανότητα συμμόρφωσης. Παρόλο που ορισμένες πληροφορίες είναι πάντα απαραίτητες για την αναγνώριση και διαχείριση ουσιαστικών κινδύνων , οι ΜμΕ δεν θα πρέπει να φοβούνται τον αποκλεισμό τους από τη χρηματοδότηση, περιλαμβανομένης της βιώσιμης χρηματοδότησης», δηλώνει.
Προσθέτει ότι σε επίπεδο ΕΕ, καταβάλλονται προσπάθειες ώστε η υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας να καταστεί πιο προσιτή για τις ΜμΕ.