Ο πρόεδρος της ΠΑΣΥΚΙ τονίζει ότι «η δημόσια υγεία δεν είναι επιχείρηση, είναι υποχρέωση του κράτους»
«Η αυτονόμηση, όπως εφαρμόστηκε, ήταν ένα πείραμα αποτυχημένης διοικητικής μετάλλαξης»
Η ένταξη πανεπιστημιακών κλινικών δεν μπορεί να γίνει εις βάρος των υφιστάμενων δομών
«Οι γιατροί, αντί για στήριξη, εισπράττουν υποτίμηση και υπονόμευση –αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί»
Η επανεκλογή του Σωτήρη Κούμα στην ηγεσία της ΠΑΣΥΚΙ έρχεται σε μια κρίσιμη καμπή για το ΓεΣΥ και τα δημόσια νοσηλευτήρια. Ο ίδιος μιλά για τη σημασία της εμπιστοσύνης που του δείχνουν οι γιατροί, αλλά και για τις προκλήσεις της τριετίας 2022–2025, κατά την οποία η ΠΑΣΥΚΙ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των δημοσίων ιατρών.
Κάνει λόγο για αποτυχημένη εφαρμογή της αυτονόμησης των νοσοκομείων, τονίζοντας την απουσία σχεδίου, επενδύσεων και στρατηγικής, ενώ καταγγέλλει μετακύλιση της ευθύνης στους ώμους των γιατρών. Ο κ. Κούμας ξεκαθαρίζει πως η δημόσια υγεία δεν είναι επιχείρηση και προτείνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις για να διασωθεί ο δημόσιος χαρακτήρας του ΓεΣΥ.
Το μήνυμά του είναι σαφές: αν δεν υπάρξει άμεση δράση, το σύστημα καταρρέει και η ιδιωτικοποίηση θα είναι αναπόφευκτη. Ο χρόνος τελειώνει, αλλά –όπως λέει– ακόμα υπάρχει ελπίδα.
Συνέντευξη στην Ελένη Κωνσταντίνου
Κύριε Κούμα, έχετε επανεκλεγεί στο τιμόνι της ΠΑΣΥΚΙ. Καταρχήν, τι σημαίνει αυτό για εσάς και πώς συνοψίζετε την πορεία της ΠΑΣΥΚΙ την τριετία 2022–2025;
Η επανεκλογή μου αποτελεί πράγματι τιμή και ένδειξη εμπιστοσύνης όχι μόνο στο πρόσωπό μου, αλλά στις ίδιες τις αρχές και τις διεκδικήσεις της ΠΑΣΥΚΙ. Περισσότερο απ’ όλα, είναι ευθύνη.
Η τριετία 2022–2025 ήταν όντως μία ιδιαίτερα απαιτητική περίοδος, κατά την οποία βρεθήκαμε αντιμέτωποι με πολλαπλές και σύνθετες προκλήσεις, οι οποίες έχρηζαν και έτυχαν ουσιαστικής παρέμβασης.
Σε αυτή την περίοδο η ΠΑΣΥΚΙ δεν περιορίστηκε απλά σε ανακοινώσεις. Αντιθέτως, ανέλαβε και διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στα γεγονότα και στις εξελίξεις στο χώρο της Υγείας και ιδιαίτερα του δημοσίου τομέα, υπερασπίστηκε δικαιώματα και καθιέρωσε τη φωνή της ως την ισχυρότερη φωνή των ιατρών στο δημόσιο σύστημα. Υπερασπιστήκαμε τα δικαιώματα των γιατρών με τεκμηρίωση, συνέπεια και αποτελεσματικότητα, σε ένα περιβάλλον που συχνά επιχειρούσε να τους καταστήσει αποδιοπομπαίους τράγους. Ή βιωσιμότητα των δημοσίων νοσηλευτηρίων ήταν, είναι και θα παραμείνει ο βασικός μας στόχος!
Ποια είναι η θέση σας για το εγχείρημα της αυτονόμησης των δημοσίων νοσηλευτηρίων; Υπήρξαν λάθη στο σχεδιασμό και την εφαρμογή του ΟΚΥπΥ;
Σε αυτό που πρωτίστως θα πρέπει να απαντήσουμε όλοι είναι τι εννοούμε όταν μιλούμε για αυτονόμηση δημοσίων νοσηλευτηρίων και κατά πόσον αυτό είναι εφικτό στο επίπεδο των τελευταίων;
Η αυτονόμηση των δημοσίων νοσηλευτηρίων, όπως σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε και συνεχίζει να εφαρμόζεται, αποτέλεσε ένα θεμελιωδώς προβληματικό εγχείρημα με άμεσες και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Η ΠΑΣΥΚΙ από την πρώτη στιγμή προειδοποίησε για την απουσία τεκμηριωμένου στρατηγικού σχεδίου, την έλλειψη τεχνοοικονομικής μελέτης και τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η μετάβαση. Οι αποφάσεις λήφθηκαν εσπευσμένα, χωρίς την αναγκαία προετοιμασία των δομών και χωρίς να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των νοσηλευτηρίων ως αυτόνομων οργανισμών.
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η σημερινή εικόνα που εκπέμπει το μοντέλο του ΟΚΥπΥ. Μετά από επτά τουλάχιστον έτη εφαρμογής «διοικητικής» και «οικονομικής» αυτονόμησης, γινόμαστε μάρτυρες ελλειμμάτων, οργανωτικής δυσλειτουργίας και αδυναμίας αντίληψης και στοχευμένης ανταπόκρισης στις βασικές ανάγκες του δημοσίου συστήματος υγείας. Η αυτονόμηση, όπως εφαρμόστηκε, απλώς μετέφερε το βάρος στους ώμους των εργαζομένων, χωρίς επενδύσεις, χωρίς στήριξη, χωρίς όραμα. Αντί για ένα όραμα για την Υγεία, κληρονομήσαμε ένα πείραμα αποτυχημένης διοικητικής μετάλλαξης. Η δημόσια υγεία δεν είναι επιχείρηση. Είναι υποχρέωση του κράτους.
Ποιοι είναι οι κύριοι λόγοι που το εγχείρημα δεν πέτυχε; Πού εντοπίζετε τις ευθύνες;
Οι λόγοι είναι πολλοί και αλληλένδετοι.
Πρώτον, το μοντέλο ήταν εκ των πραγμάτων προβληματικό, καθώς στηρίχθηκε σε ιδιωτικο-οικονομικά πρότυπα, ακατάλληλα για το δημόσιο σύστημα υγείας.
Δεύτερον, υπήρξε τραγική απουσία σχεδίου μετάβασης, καμία σοβαρή επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές.
Τρίτον, τοποθετήθηκαν διοικητικά στελέχη χωρίς στοιχειώδη κατανόηση της φύσης του δημοσίου συστήματος υγείας, τα οποία λειτούργησαν και δυστυχώς συνεχίζουν να λειτουργούν με νοοτροπία λογιστηρίου.
Αντί να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο μοντέλο λειτουργίας, είδαμε έναν οργανισμό παγιδευμένο σε εσωστρέφεια, ανεπαρκή λογοδοσία και συχνά κακή διαχείριση.
Η απαραίτητη κρατική και πολιτική εποπτεία σταδιακά ατόνησε, η λογοδοσία εξαφανίστηκε και το αποτέλεσμα το βιώνουμε, με το βασικό ερώτημα πλέον να αφορά τη βιωσιμότητα των ίδιων των δημοσίων νοσηλευτηρίων.
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας και ο τρόπος με τον οποίο τα δημόσια νοσηλευτήρια χρησιμοποιήθηκαν –σκόπιμα ή εξ ανάγκης– ως ο μηχανισμός που διόρθωνε και διορθώνει κάθε αστοχία του Συστήματος, είτε σε επίπεδο σχεδιασμού και εφαρμογής, είτε ακόμη και όταν προέκυπταν κρίσιμα ζητήματα οικονομικής φύσεως, με το προσωπικό τους να σηκώνει το βάρος σιωπηρά και αδιάλειπτα. Και πρέπει, επιτέλους, να αναγνωριστεί όχι μόνο με λόγια, αλλά με πράξεις, αποφάσεις και θεσμικές εγγυήσεις.
Ποιες συνέπειες είχε όλο αυτό στο προσωπικό και ειδικά στους γιατρούς; Υπήρξε πίεση;
Η πίεση προς τους γιατρούς και το υπόλοιπο προσωπικό ήταν –και συνεχίζει να είναι– ασφυκτική. Αντί να υπάρξει στήριξη και αξιοποίηση της εμπειρίας τους, επιχειρήθηκε η μετακύλιση της αποτυχίας στις πλάτες τους, γεγονός πολιτικά ανέντιμο. Η δημόσια ρητορική γύρω από «υψηλές μισθολογικές δαπάνες» χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων.
Οι γιατροί εργάζονται σε ένα περιβάλλον υποστελεχωμένο, με ανεπαρκείς πόρους και ασαφή προοπτική και χωρίς στήριξη από τη διοίκηση, καλούνται να ανταποκριθούν σε εξαντλητικά ωράρια, να καλύψουν αγροτικές και μη επικερδείς περιοχές και να διαχειριστούν κρίσεις όπως η πανδημία, σχεδόν μόνοι τους. Αντί για αναγνώριση, εισπράττουν υποτίμηση και υπονόμευση. Είναι μια αδικία που δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Τι προτείνετε ως εναλλακτική; Πώς μπορεί να σωθεί ο δημόσιος χαρακτήρας του ΓεΣΥ;
Χρειάζεται μια γενναία και ειλικρινής επαναξιολόγηση του μοντέλου διαχείρισης των δημοσίων νοσηλευτηρίων. Πρώτα και κύρια, η Πολιτεία –Εκτελεστική και Νομοθετική– έχει καθήκον να προβεί σε ανάλυση των αποτελεσμάτων της αυτονόμησης, αφού μιλούμε για δική της απόφαση εφαρμογής του συγκεκριμένου μοντέλου. Τα αρνητικά αποτελέσματα δεν μπορούν να μετατεθούν σε άλλες κατευθύνσεις. Είναι απαραίτητη η ανάληψη της οποιασδήποτε πολιτικής ευθύνης, γεγονός που θα επιτρέψει την εφαρμογή διορθωτικών κινήσεων και μέτρων. Για την ΠΑΣΥΚΙ τουλάχιστον περιλαμβάνει:
• Επανεξέταση της διοικητικής δομής του ΟΚΥπΥ.
• Στοχευμένη χρηματοδότηση των δημοσίων νοσηλευτηρίων.
• Επενδύσεις στην τεχνολογική και λειτουργική αναβάθμιση των μονάδων.
• Διαφανή αξιολόγηση της απόδοσης, σε όλα τα επίπεδα με σαφείς στόχους.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να αναγνωρίσουμε ότι ένα κοινωνικό σύστημα υγείας δεν μπορεί να λειτουργεί με ιδιωτικο-οικονομικούς όρους. Οι δημόσιες υπηρεσίες χρειάζονται όραμα, σχέδιο και κυρίως εμπιστοσύνη στο προσωπικό τους.
Πιστεύετε ότι υπάρχει χρόνος να σωθεί η κατάσταση ή βρισκόμαστε σε σημείο μη επιστροφής;
Ναι υπάρχει, αλλά όχι απεριόριστος. Αν δεν υπάρξουν άμεσες παρεμβάσεις, η κατάρρευση των δημοσίων νοσηλευτηρίων, ως ορίζονται, θα συμπαρασύρει ολόκληρο το ΓεΣΥ. Το ΓεΣΥ μπορεί να σωθεί μόνο αν διατηρήσει την ισορροπία του: χρειάζεται έναν ισχυρό, ποιοτικό και λειτουργικό δημόσιο πυλώνα. Αν αυτός διαλυθεί, η ιδιωτικοποίηση της Υγείας θα είναι μονόδρομος –και αυτή δεν θα είναι προς το συμφέρον ούτε των ασθενών, ούτε των επαγγελματιών υγείας. Το ερώτημα δεν είναι «αν» πρέπει να δράσουμε, αλλά «πότε». Και η απάντηση είναι: τώρα.
Οι γιατροί πρώτοι αναγνωρίζουν τη σημασία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης
Ερωτηθείς για το πώς πρέπει να λειτουργήσει η ένταξη των πανεπιστημιακών κλινικών στο δημόσιο σύστημα, ο Σωτήρης Κούμας αναφέρει ότι η ΠΑΣΥΚΙ δεν αντιτάσσεται στην πανεπιστημιακή ανάπτυξη. Όμως θεωρεί ότι η ένταξη πανεπιστημιακών κλινικών δεν μπορεί να γίνει εις βάρος των υφιστάμενων δομών, των θέσεων εργασίας και της επιστημονικής συνέχειας. «Η ΠΑΣΥΚΙ προειδοποίησε για την ανάγκη σαφούς θεσμικού πλαισίου και οργάνωσης πριν από οποιαδήποτε εφαρμογή. Η πανεπιστημιακή ανάπτυξη είναι θεμιτή και ο ρόλος της είναι να συμπληρώνει και όχι να υποκαθιστά το Δημόσιο Σύστημα. Ο δημόσιος χαρακτήρας των νοσηλευτηρίων δεν είναι προς πώληση, ούτε για ακαδημαϊκά πειράματα». Στη διαπίστωση ότι η εντύπωση που υπάρχει είναι πως οι γιατροί του Δημοσίου δεν επιθυμούν τη λειτουργία των πανεπιστημιακών κλινικών, ο Σ. Κούμας σημειώνει πως η ΠΑΣΥΚΙ εκπροσωπεί ιατρούς – αποφοίτους ιατρικών σχολών, με πολυετή κλινική εμπειρία, ενεργό συμμετοχή στο ΓεΣΥ και βαθιά γνώση των αναγκών του δημοσίου τομέα υγείας. «Οι ίδιοι οι γιατροί αυτοί είναι οι πρώτοι που αναγνωρίζουν τη σημασία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, της έρευνας και της ακαδημαϊκής ανάπτυξης. Είναι όμως εξίσου σε θέση να διαγνώσουν, με νηφαλιότητα και υπευθυνότητα, τους σοβαρούς κινδύνους που ενέχει ένα θεσμικά ατελές, πρόχειρο ή ελλιπώς διασφαλισμένο πλαίσιο εφαρμογής».