Ποσοστό 36,5% των εργαζομένων στην Κύπρο λαμβάνει ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές κάτω από 1.500 ευρώ, σύμφωνα με έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Τα στοιχεία αποτυπώνουν με σαφήνεια τη διεύρυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων στην αγορά εργασίας, παρά την ονομαστική αύξηση του μέσου μισθού. Σύμφωνα με την έκθεση, οι μέσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές των υπαλλήλων κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025 εκτιμώνται στα 2.509 ευρώ, έναντι 2.382 ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, καταγράφοντας αύξηση 5,4%.
Ο μέσος μεικτός μισθός στους άνδρες ανήλθε στα 2.689 ευρώ και στις γυναίκες στα 2.284 ευρώ, με τις αυξήσεις να φτάνουν το 5,2% για τους άνδρες και το 5,5% για τις γυναίκες. Η τάση αυτή ενισχύει ελαφρώς τη σύγκλιση μεταξύ των φύλων, χωρίς ωστόσο να εξαλείφει τη μισθολογική ανισότητα. Παρά τη γενική άνοδο, η εισοδηματική κατανομή παραμένει έντονα άνιση.
Πιο αναλυτικά:
• 36,5% των εργαζομένων λαμβάνουν κάτω από 1.500 ευρώ: 33,1% στους άνδρες, 40,6% στις γυναίκες. Πρόκειται για το χαμηλότερο εισοδηματικό στρώμα, που δεν επωφελείται ουσιαστικά από τις αυξήσεις.
• 39,6% βρίσκονται στην κατηγορία 1.500–2.999 ευρώ: 41,4% των ανδρών, 37,3% των γυναικών.
• 12,8% λαμβάνουν 3.000–4.499 ευρώ, σχεδόν ισόποσα για άνδρες και γυναίκες. • 6,1% έχουν απολαβές 4.500–5.999 ευρώ.
• 5,1% βρίσκονται στην κορυφή της κατανομής, με απολαβές άνω των 6.000 ευρώ: 6,6% στους άνδρες, 3,3% στις γυναίκες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κύπρος είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που δεν προχώρησε σε αύξηση του κατώτατου μισθού το 2025, αφήνοντας εκτεθειμένο σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, σύμφωνα με τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία της Eurostat (2024), το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην Κύπρο φτάνει μόλις τα 21 ευρώ, έναντι 33,5 ευρώ στον μέσο όρο των 27 κρατών-μελών –διαφορά σχεδόν 40%.
Παράλληλα, η Κύπρος είναι μία από τις ελάχιστες χώρες της Ένωσης που δεν έχει ακόμη εφαρμόσει την ευρωπαϊκή οδηγία για την ενίσχυση της κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις σε ποσοστό άνω του 80%. Αν και η οδηγία εγκρίθηκε σχεδόν πριν τρία χρόνια, με καταληκτική ημερομηνία εφαρμογής τον Νοέμβριο του 2024, η Κύπρος δεν έχει ακόμη ετοιμάσει ούτε τον σχετικό οδικό χάρτη. Η καθυστέρηση στην εφαρμογή της οδηγίας αποδίδεται σε αδράνεια και κυβερνητική κωλυσιεργία, με την κυβέρνηση να ευθυγραμμίζεται με τις εργοδοτικές οργανώσεις, σε βάρος των εργαζομένων και των συλλογικών κοινωνικών συμφωνιών. Το αποτέλεσμα είναι η παγίωση μιας διαιρεμένης και επισφαλούς αγοράς εργασίας, με ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων να παραμένουν εκτός πλαισίου προστασίας και χωρίς προοπτική ουσιαστικής ενίσχυσης.