• Οι πολίτες ζητούν ανακούφιση και δίκαιη φορολόγηση, ενώ η κυβέρνηση προωθεί νέες επιβαρύνσεις για μισθωτούς και μεσαία στρώματα με «πράσινους» φόρους
• Μεγάλη έρευνα αποτυπώνει την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και στις επιλογές που υλοποιεί το οικονομικό επιτελείο του Προεδρικού
Του Κωνσταντίνου Ζαχαρίου
Ηχηρό μήνυμα προς την κυβέρνηση για τις πολιτικές που προωθεί στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης και της εισαγωγής νέων «πράσινων» φόρων στέλνουν οι πολίτες μέσα από πανευρωπαϊκή έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 511 Κύπριοι, καταγράφει την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και στις επιλογές του οικονομικού επιτελείου του Προεδρικού, αναδεικνύοντας σοβαρά ελλείμματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η μελέτη, με τίτλο «Η στάση των πολιτών απέναντι στη φορολογία», αποκαλύπτει ότι η κοινωνία ζητά μέτρα ανακούφισης για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ η κυβέρνηση κινείται προς την κατεύθυνση περαιτέρω επιβάρυνσης τους με τους λεγόμενους «πράσινους» φόρους.
Οι πολίτες ζητούν ελαφρύνσεις σε μισθούς και ΦΠΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου, οι Κύπριοι θέτουν ως απόλυτη προτεραιότητα τη μείωση φόρων που επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα και την κατανάλωση:
• 50% θεωρούν ότι πρέπει να μειωθεί η φορολογία στους μισθούς των εργαζομένων,
• 49% ζητούν μείωση του ΦΠΑ,
• 27% μείωση φόρων και επιβαρύνσεων που σχετίζονται με τη στέγη,
• 21% μείωση στη φορολόγηση εισοδήματος από επενδύσεις (τόκοι, ενοίκια, πώληση επενδύσεων),
• 11% θέλουν μείωση στους περιβαλλοντικούς – «πράσινους» φόρους.
Οι απαντήσεις στην έρευνα δείχνουν ότι η κοινωνία ζητά ουσιαστική ανακούφιση στο διαθέσιμο εισόδημα και στο κόστος ζωής. Την ίδια στιγμή, όμως, το κυβερνητικό πακέτο φορολογικής μεταρρύθμισης απέχει σημαντικά από τις κοινωνικές ανάγκες. Η εξαγγελθείσα αύξηση του αφορολόγητου εισοδήματος κατά μόλις 1.000 ευρώ –από 19.500 ευρώ σε 20.500 ευρώ ετησίως– αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό.
Σημειώνεται, μάλιστα, ότι περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους δεν επωφελούνται καθόλου από το μέτρο, καθώς βρίσκονται ήδη κάτω από το όριο του αφορολόγητου εισοδήματος. Ωστόσο, αυτοί ακριβώς οι πολίτες είναι που θα επωμιστούν το μεγαλύτερο βάρος των νέων περιβαλλοντικών φόρων που προγραμματίζει η κυβέρνηση.
Δίκαιη φορολόγηση με επιβάρυνση του πλούτου και των υψηλόμισθων
Η έρευνα αναδεικνύει καθαρά την κοινωνική απαίτηση για δικαιότερη κατανομή φορολογικών βαρών:
• 50% ζητούν αύξηση φόρων για τους υψηλόμισθους, αν χρειαστεί ενίσχυση των δημοσίων εσόδων,
• 68% υποστηρίζουν την επιβολή ειδικού φόρου στο πλουσιότερο 0,001% του πληθυσμού, ώστε να διασφαλιστεί ένα ελάχιστο επίπεδο φορολόγησης,
• 79% θέλουν επιβολή ελάχιστου φόρου στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, ανά χώρα δραστηριοποίησης, και
• 64% θεωρούν ότι η ΕΕ πρέπει να δώσει έμφαση στην καταπολέμηση φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.
Σημειώνεται ότι παρά τα ξεκάθαρα κοινωνικά μηνύματα, το κυβερνητικό πακέτο δεν περιλαμβάνει μέτρα για φορολόγηση του πλούτου, ούτε ουσιαστικές δράσεις κατά της φοροδιαφυγής, η οποία –σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου– βρίσκεται σε έξαρση. Αυτό ενισχύει την αίσθηση κοινωνικής αδικίας.
Τα ευρήματα του Ευρωβαρομέτρου σκιαγραφούν μία σαφή αντίθεση: Η κοινωνία ζητά ελάφρυνση για μισθωτούς και μικρομεσαίους, δίκαιη φορολόγηση του πλούτου και των πολυεθνικών και ουσιαστικά μέτρα για πάταξη φοροδιαφυγής. Αντίθετα, η κυβέρνηση επιλέγει ένα πακέτο που επιβαρύνει τα χαμηλά εισοδήματα με «πράσινους» φόρους και αφήνει ανέγγιχτα τα υψηλά στρώματα. Το χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και στις πολιτικές επιλογές καθιστά σαφές ότι η φορολογική μεταρρύθμιση, όπως σχεδιάζεται, δύσκολα θα τύχει κοινωνικής αποδοχής.
Η φωνή της κοινωνίας
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ΠΕΟ, ΣΕΚ, ΔΕΟΚ και ΠΑΣΥΔΥ κατήγγειλαν ότι το φορολογικό μοντέλο που προωθεί η κυβέρνηση είναι βαθιά αντικοινωνικό και απέχει πολύ από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Σε κοινή τοποθέτησή τους τονίζουν ότι:
• Είναι αποσπασματικό και αντικοινωνικό, καθώς δεν συνιστά συνολική και συνεκτική φορολογική μεταρρύθμιση.
• Επιβαρύνει τους πολλούς, αφού δεν προβλέπει καμία ελάφρυνση στους έμμεσους φόρους, μεταφέροντας το βάρος στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
• Αποφεύγει τη φορολόγηση του πλούτου, αφήνοντας ανέγγιχτα τα υψηλά εισοδήματα και τις πραγματικές φοροδοτικές δυνατότητες.
• Στερείται κοινωνικής στήριξης, καθώς δεν προβλέπει αντισταθμιστικά μέτρα ενόψει της ακρίβειας και της επικείμενης επιβολής «πράσινων» φόρων.
• Αδιαφορεί για την πάταξη της φοροδιαφυγής, η οποία παραμένει ανεξέλεγκτη, όπως αποτυπώνεται και σε πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Το φορολογικό σύστημα υπό το μικροσκόπιο της ΕΕ
Η Κομισιόν, στο πλαίσιο της Εαρινής Δέσμης του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου 2025, παρουσιάζει ανησυχητική αποτίμηση του κυπριακού φορολογικού συστήματος: Δεν αναδιανέμει επαρκώς τον πλούτο, επιβαρύνει χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και δεν συμβάλλει ουσιαστικά στη βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.
• Βάρος στην κατανάλωση: Το 2024 η Κύπρος κατέγραψε αύξηση φορολογικών εσόδων ως ποσοστό ΑΕΠ, μειώνοντας τη διαφορά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η βελτίωση οφείλεται κυρίως σε έκτακτες συγκυρίες. Το κύριο βάρος μεταφέρεται στην κατανάλωση μέσω υψηλών έμμεσων φόρων, πλήττοντας δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.
• Κενό στη φορολόγηση πλούτου: Η Κύπρος δεν έχει φόρο πλούτου, κληρονομιάς ή δωρεάς, ενώ ο φόρος ακίνητης ιδιοκτησίας καταργήθηκε το 2017. Τα έσοδα από περιουσία είναι ελάχιστα, ενώ εισοδήματα από κινητές αξίες φορολογούνται μόνο αν συνδέονται με ακίνητα εντός Κύπρου, ενισχύοντας τις ανισότητες.
• Περιορισμένη αναδιανομή: Ο δείκτης Gini μειώνεται κατά μόλις 4,5 μονάδες μετά φόρους και παροχές (ΕΕ: 7,7), δείχνοντας ότι το σύστημα δεν λειτουργεί ως αποτελεσματικός μηχανισμός κοινωνικής εξισορρόπησης.
• Φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή: Καταγράφονται ενδείξεις επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού (ATP), υψηλές χρηματοροές μέσω ειδικών οντοτήτων και χρήση καθεστώτων non-domiciled και «χρυσών βίζων» που προσελκύουν πλούτο χωρίς ουσιαστική συνεισφορά. Η συμμόρφωση παραμένει χαμηλή: οι ληξιπρόθεσμες οφειλές φτάνουν το 46,1% των καθαρών φορολογικών εσόδων (ΕΕ: 32,6%), ενώ το κενό ΦΠΑ αγγίζει το 21,9% (ΕΕ: 16,6%).