Ηχηρό μήνυμα από την κοινωνία για τη φορολογική μεταρρύθμιση

8 Min Read


• Οι πολίτες ζητούν ανακούφιση και δίκαιη φορολόγηση, ενώ η κυβέρνηση προωθεί νέες επιβαρύνσεις για μισθωτούς και μεσαία στρώματα με «πράσινους» φόρους

• Μεγάλη έρευνα αποτυπώνει την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και στις επιλογές που υλοποιεί το οικονομικό επιτελείο του Προεδρικού

Του Κωνσταντίνου Ζαχαρίου

Ηχηρό μήνυμα προς την κυβέρνηση για τις πολιτικές που προωθεί στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης και της εισαγωγής νέων «πράσινων» φόρων στέλνουν οι πολίτες μέσα από πανευρωπαϊκή έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 511 Κύπριοι, καταγράφει την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και στις επιλογές του οικονομικού επιτελείου του Προεδρικού, αναδεικνύοντας σοβαρά ελλείμματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η μελέτη, με τίτλο «Η στάση των πολιτών απέναντι στη φορολογία», αποκαλύπτει ότι η κοινωνία ζητά μέτρα ανακούφισης για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ η κυβέρνηση κινείται προς την κατεύθυνση περαιτέρω επιβάρυνσης τους με τους λεγόμενους «πράσινους» φόρους.

Οι πολίτες ζητούν ελαφρύνσεις σε μισθούς και ΦΠΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβα­ρομέτρου, οι Κύπριοι θέτουν ως απόλυτη προτεραιότητα τη μείωση φόρων που επη­ρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα και την κατανάλωση:

• 50% θεωρούν ότι πρέπει να μειωθεί η φορολογία στους μισθούς των εργαζομέ­νων,

• 49% ζητούν μείωση του ΦΠΑ,

• 27% μείωση φόρων και επιβαρύνσεων που σχετίζονται με τη στέγη,

• 21% μείωση στη φορολόγηση εισοδή­ματος από επενδύσεις (τόκοι, ενοίκια, πώ­ληση επενδύσεων),

• 11% θέλουν μείωση στους περιβαλλο­ντικούς – «πράσινους» φόρους.

Οι απαντήσεις στην έρευνα δείχνουν ότι η κοινωνία ζητά ουσιαστική ανακού­φιση στο διαθέσιμο εισόδημα και στο κόστος ζωής. Την ίδια στιγμή, όμως, το κυβερνητικό πακέτο φορολογικής μεταρ­ρύθμισης απέχει σημαντικά από τις κοι­νωνικές ανάγκες. Η εξαγγελθείσα αύξη­ση του αφορολόγητου εισοδήματος κατά μόλις 1.000 ευρώ –από 19.500 ευρώ σε 20.500 ευρώ ετησίως– αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό.

Σημειώνεται, μάλιστα, ότι περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους δεν επω­φελούνται καθόλου από το μέτρο, καθώς βρίσκονται ήδη κάτω από το όριο του αφο­ρολόγητου εισοδήματος. Ωστόσο, αυτοί ακριβώς οι πολίτες είναι που θα επωμι­στούν το μεγαλύτερο βάρος των νέων πε­ριβαλλοντικών φόρων που προγραμματίζει η κυβέρνηση.

Δίκαιη φορολόγηση με επιβάρυνση του πλούτου και των υψηλόμισθων

Η έρευνα αναδεικνύει καθαρά την κοι­νωνική απαίτηση για δικαιότερη κατανομή φορολογικών βαρών:

• 50% ζητούν αύξηση φόρων για τους υψηλόμισθους, αν χρειαστεί ενίσχυση των δημοσίων εσόδων,

• 68% υποστηρίζουν την επιβολή ειδι­κού φόρου στο πλουσιότερο 0,001% του πληθυσμού, ώστε να διασφαλιστεί ένα ελά­χιστο επίπεδο φορολόγησης,

• 79% θέλουν επιβολή ελάχιστου φόρου στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, ανά χώρα δραστηριοποίησης, και

• 64% θεωρούν ότι η ΕΕ πρέπει να δώ­σει έμφαση στην καταπολέμηση φοροδια­φυγής και φοροαποφυγής.

Σημειώνεται ότι παρά τα ξεκάθαρα κοι­νωνικά μηνύματα, το κυβερνητικό πακέτο δεν περιλαμβάνει μέτρα για φορολόγηση του πλούτου, ούτε ουσιαστικές δράσεις κατά της φοροδιαφυγής, η οποία –σύμφω­να με έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου– βρίσκεται σε έξαρση. Αυτό ενισχύει την αί­σθηση κοινωνικής αδικίας.

Τα ευρήματα του Ευρωβαρομέτρου σκι­αγραφούν μία σαφή αντίθεση: Η κοινωνία ζητά ελάφρυνση για μισθωτούς και μικρο­μεσαίους, δίκαιη φορολόγηση του πλού­του και των πολυεθνικών και ουσιαστικά μέτρα για πάταξη φοροδιαφυγής. Αντίθετα, η κυβέρνηση επιλέγει ένα πακέτο που επι­βαρύνει τα χαμηλά εισοδήματα με «πρά­σινους» φόρους και αφήνει ανέγγιχτα τα υψηλά στρώματα. Το χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και στις πολιτικές επιλογές καθιστά σαφές ότι η φορολογική μεταρρύθμιση, όπως σχεδιάζεται, δύσκολα θα τύχει κοινωνικής αποδοχής.

Η φωνή της κοινωνίας

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ΠΕΟ, ΣΕΚ, ΔΕΟΚ και ΠΑΣΥΔΥ κατήγγειλαν ότι το φορολογικό μοντέλο που προωθεί η κυβέρνηση είναι βαθιά αντικοινωνικό και απέχει πολύ από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Σε κοινή τοποθέτησή τους το­νίζουν ότι:

• Είναι αποσπασματικό και αντικοινωνι­κό, καθώς δεν συνιστά συνολική και συνε­κτική φορολογική μεταρρύθμιση.

• Επιβαρύνει τους πολλούς, αφού δεν προβλέπει καμία ελάφρυνση στους έμμε­σους φόρους, μεταφέροντας το βάρος στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.

• Αποφεύγει τη φορολόγηση του πλού­του, αφήνοντας ανέγγιχτα τα υψηλά εισο­δήματα και τις πραγματικές φοροδοτικές δυνατότητες.

• Στερείται κοινωνικής στήριξης, καθώς δεν προβλέπει αντισταθμιστικά μέτρα ενό­ψει της ακρίβειας και της επικείμενης επι­βολής «πράσινων» φόρων.

• Αδιαφορεί για την πάταξη της φορο­διαφυγής, η οποία παραμένει ανεξέλεγκτη, όπως αποτυπώνεται και σε πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Το φορολογικό σύστημα υπό το μικροσκόπιο της ΕΕ

Η Κομισιόν, στο πλαίσιο της Εαρι­νής Δέσμης του Ευρωπαϊκού Εξαμή­νου 2025, παρουσιάζει ανησυχητική αποτίμηση του κυπριακού φορολο­γικού συστήματος: Δεν αναδιανέμει επαρκώς τον πλούτο, επιβαρύνει χα­μηλά και μεσαία εισοδήματα και δεν συμβάλλει ουσιαστικά στη βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.

• Βάρος στην κατανάλωση: Το 2024 η Κύπρος κατέγραψε αύξηση φορολογικών εσόδων ως ποσοστό ΑΕΠ, μειώνοντας τη διαφορά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η βελτίωση οφείλεται κυρίως σε έκτακτες συγκυ­ρίες. Το κύριο βάρος μεταφέρεται στην κατανάλωση μέσω υψηλών έμμεσων φόρων, πλήττοντας δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.

• Κενό στη φορολόγηση πλούτου: Η Κύπρος δεν έχει φόρο πλούτου, κληρονομιάς ή δωρεάς, ενώ ο φόρος ακίνητης ιδιοκτησίας καταργήθηκε το 2017. Τα έσοδα από περιουσία εί­ναι ελάχιστα, ενώ εισοδήματα από κινητές αξίες φορολογούνται μόνο αν συνδέονται με ακίνητα εντός Κύπρου, ενισχύοντας τις ανισότητες.

• Περιορισμένη αναδιανομή: Ο δεί­κτης Gini μειώνεται κατά μόλις 4,5 μονάδες μετά φόρους και παροχές (ΕΕ: 7,7), δείχνοντας ότι το σύστημα δεν λειτουργεί ως αποτελεσματικός μηχανισμός κοινωνικής εξισορρόπη­σης.

• Φοροδιαφυγή και φοροαποφυ­γή: Καταγράφονται ενδείξεις επιθετι­κού φορολογικού σχεδιασμού (ATP), υψηλές χρηματοροές μέσω ειδικών οντοτήτων και χρήση καθεστώτων non-domiciled και «χρυσών βίζων» που προσελκύουν πλούτο χωρίς ου­σιαστική συνεισφορά. Η συμμόρφω­ση παραμένει χαμηλή: οι ληξιπρόθε­σμες οφειλές φτάνουν το 46,1% των καθαρών φορολογικών εσόδων (ΕΕ: 32,6%), ενώ το κενό ΦΠΑ αγγίζει το 21,9% (ΕΕ: 16,6%).



Share This Article