Το σκάνδαλο με τα λογισμικά παρακολούθησης –το οποίο μαζί με τα «χρυσά» διαβατήρια αμαύρωσαν το όνομα της Κύπρου ανά το παγκόσμιο– δεν έχει κλείσει. Αντίθετα, συνεχίζει να στοιχειώνει τη χώρα, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένονται εξελίξεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Νέα έκθεση η οποία ετοιμάστηκε από την υπηρεσία μελετών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, καταλογίζει στην Κύπρο «στοιχεία κακοδιοίκησης» όσον αφορά τους ελέγχους στις εξαγωγές των λογισμικών παρακολούθησης σε άλλες χώρες.
Υπενθυμίζεται ότι όταν ξέσπασε το σκάνδαλο σε σχέση με την παρουσία και λειτουργία στην Κύπρο των εταιρειών παραγωγής και εξαγωγής λογισμικών παρακολούθησης, η κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη έκανε λόγο για «φαντάσματα».
Υπενθυμίζεται επίσης ότι την υπό αναφορά περίοδο ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης βρισκόταν στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών και ως εκ τούτου είχε άμεση εμπλοκή στο θέμα. Ωστόσο το θέμα κουκουλώθηκε, αφού με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα διατάχθηκε η αναστολή της ποινικής δίωξης των Ισραηλινών φυσικών προσώπων που είχαν εμπλοκή στην υπόθεση με το μαύρο βαν για λόγους «δημοσίου συμφέροντος», χωρίς να δοθεί ποτέ κάποια πειστική εξήγηση.
Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από την έκθεση η οποία ετοιμάστηκε από την υπηρεσία μελετών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το θέμα παραμένει ανοικτό στα θεσμικά σώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φαίνεται μάλιστα ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν εξελίξεις οι οποίες θα αφορούν κυρίως τη θεσμοθέτηση ασφαλιστικών δικλίδων, προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον.
Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση σημειώνεται ότι οι συννομοθέτες της ΕΕ έχουν ήδη εγκρίνει τη νομοθεσία για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης (σ.σ.: τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 2024), η οποία μεταξύ άλλων προστατεύει τις δημοσιογραφικές πηγές, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης spyware, αλλά και ότι εξετάζεται η προώθηση επιπλέον ρυθμίσεων.
Όπως αναφέρεται, εντός Δεκεμβρίου 2024 αναμένεται να κατατεθεί η έκθεση την οποία ζήτησε το Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αναφέρεται επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο της θεσμοθέτησης πλαισίου που θα αφορά τις «ελάχιστες διασφαλίσεις και προϋποθέσεις» που θα πρέπει να εφαρμόζονται από τα κράτη – μέλη της ΕΕ, ανεξάρτητα από το σκοπό της παρακολούθησης. Δηλαδή η επίκληση της «εθνικής ασφάλειας» και του «δημοσίου συμφέροντος» που επικαλέστηκαν η προηγούμενη κυβέρνηση και η Γενική Εισαγγελία προκειμένου να κουκουλωθεί το σκάνδαλο με το μαύρο βαν, ενδέχεται να πάρουν άλλο περιεχόμενο στο μέλλον σε περίπτωση που εκδοθεί σχετική οδηγία από την ΕΕ.
Υπενθυμίζεται ότι και η Διερευνητική Επιτροπή Pegasus του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατήγγειλε σε έκθεσή της ότι η Κύπρος λειτούργησε ως «εξαγωγικός κόμβος» για τα λογισμικά παρακολούθησης.
Έκανε μάλιστα ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση με το μαύρο βαν, ενώ κάλεσε την Κύπρο να αξιολογήσει ξανά όλες τις άδειες εξαγωγής τις οποίες έχει παραχωρήσει και να προχωρήσει στην κατάργηση όσων δεν δικαιολογούνται, να δημοσιοποιήσει την έκθεση του ειδικού ερευνητή για την υπόθεση με το μαύρο βαν και να διερευνήσει πλήρως, με τη βοήθεια της EUROPOL, όλους τους ισχυρισμούς περί παρακολουθήσεων, ιδίως σε δημοσιογράφους, δικηγόρους και φορείς της κοινωνίας των πολιτών.
Παρά ταύτα, σε ποιο βαθμό έχουν υλοποιηθεί τα πιο πάνω, αφού η κυβέρνηση και η Γενική Εισαγγελία έχουν απλώσει ένα απέραντο πέπλο πάνω από το ζήτημα για λόγους «εθνικής ασφάλειας» και «δημοσίου συμφέροντος»;
Στην έκθεσή της η υπηρεσία μελετών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπενθυμίζει πάντως τις συστάσεις τις οποίες είχε κάνει προς τις χώρες οι οποίες είχαν εμπλοκή στο θέμα (Κύπρο, Ελλάδα, Ισπανία, Ουγγαρία και Πολωνία).
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά την ανάγκη να υπάρξουν ισχυρότερες θεσμικές ασφαλιστικές δικλίδες για τη χρήση των λογισμικών παρακολούθησης, καθώς και για την εποπτεία η οποία πρέπει να ασκείται από τις αρχές επιβολής του νόμου. Τονίζεται επίσης η σύσταση του Κοινοβουλίου για την ανάπτυξη πιο αυστηρών προτύπων όσον αφορά την επιτήρηση των λογισμικών παρακολούθησης.
Επιπρόσθετα, υπενθυμίζεται ότι παρά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει αναγνωρίσει ότι οι επιχειρήσεις επιτήρησης για σκοπούς εθνικής ασφάλειας παραμένουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών-μελών, έχει επισημάνει παράλληλα ότι η νομοθεσία της ΕΕ ρυθμίζει έμμεσα ορισμένες πτυχές του θέματος. Τονίζεται μάλιστα ότι «δεδομένων των ανησυχιών για την αδικαιολόγητη επίκληση της εθνικής ασφάλειας, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι είναι απαραίτητος ένας σαφής ορισμός του όρου. Η επιτήρηση στο όνομα της εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας σε μια δημοκρατική διαφανή κοινωνία», προστίθεται.
Ακόμη, στην έκθεση υπενθυμίζεται ότι παρά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει προτείνει να επιτρέπονται οι πωλήσεις λειτουργικά συμβατών τεχνολογιών, έχει ζητήσει να απαγορευτεί η υπηρεσία χακαρίσματος.
Επιπρόσθετα, υπενθυμίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει καλέσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρακολουθεί την εφαρμογή των συστάσεών της, να επιβάλει αυστηρότερα πλαίσια όσον αφορά την εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας της ΕΕ και να δώσει συνέχεια σε πιθανές καταχρήσεις και άλλες ελλείψεις που παρατηρούνται και συνδέονται με το κράτος δικαίου. Υπενθυμίζεται επίσης ότι το Κοινοβούλιο έχει αναθέσει στην ΕΕ την εκπόνηση νέου νομοθετικού πλαισίου στη βάση των πιο πάνω συστάσεων, ιδιαίτερα όσον αφορά τη ρύθμιση των προτύπων επιτήρησης λογισμικού κατασκοπείας της ΕΕ και της διάθεσης λογισμικού κατασκοπείας στην αγορά.
Από την έκθεση της υπηρεσίας μελετών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι υπάρχουν πολλά κενά στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο το οποίο αφορά τα λογισμικά παρακολούθησης. Προκρίνεται επίσης η προώθηση μεταρρυθμίσεων στην βάση της αναλογικότητας, αναγκαιότητας και νομιμότητας.
Μπορεί λοιπόν το σκάνδαλο παραγωγής των λογισμικών Pegasus και Predator να μπήκε στο αρχείο στην Κύπρο, αλλά οι εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν ότι το θέμα δεν έχει κλείσει.