Του
Κωνσταντίνου Ζαχαρίου
Οι πολιτικές της κυβέρνησης Αναστασιάδη -πολλές από τις οποίες συνεχίζονται και με την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη- έχουν χωρίσει την κοινωνία στα δύο, με τα μισά νοικοκυριά να λαμβάνουν πλέον πιο χαμηλά εισοδήματα σε σύγκριση με το 2010, παρά το τσουνάμι της ακρίβειας το οποίο έχει σαρώσει τα πάντα τα τελευταία χρόνια.
Όπως αναφέρεται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας με τίτλο «Βασικά στοιχεία για τις Ευρωπαϊκές συνθήκες διαβίωσης – Έκδοση 2024» (Key figures on European living conditions – 2024 edition», το διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα στην ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 18,5% σε σύγκριση με το 2010. Παρά ταύτα, προστίθεται, σε πέντε χώρες παραμένει σε πιο χαμηλά επίπεδα: Ελλάδα (-28,4%), Κύπρο και Γαλλία (-1,8% και οι δύο), Ιταλία (-1%) και Ισπανία (-0,3%). Σημειώνεται ότι το «διάμεσο εισόδημα» αφορά όσους βρίσκονται στη μέση της ακολουθίας της κοινωνίας (και έχουν από πάνω τους το 50% και από κάτω τους το άλλο 50%).
Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον για τα μισά νοικοκυριά στην Κύπρο τα εισοδήματά τους (είτε από μισθούς, είτε από συντάξεις, είτε από κοινωνικά επιδόματα, είτε από άλλες πηγές) κυμαίνονται σε πιο χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με πριν από 14 χρόνια.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας, με τα νέα δεδομένα το μέσο ισοδύναμο καθαρό εισόδημα στην Κύπρο περιορίζεται στις 18.873 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη ανέρχεται στις 20.350 ευρώ. Δηλαδή το μέσο νοικοκυριό στην Κύπρο έχει εισόδημα 7,3% πιο χαμηλό από τον μέσο όρο της Ευρώπη, ενώ στα χαμηλά στρώματα η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ οι χώρες στις οποίες τα νοικοκυριά έχουν το υψηλότερο ισοδύναμο καθαρό εισόδημα είναι το Λουξεμβούργο (47.636 ευρώ), η Δανία (33.903 ευρώ) και η Αυστρία (31.443 ευρώ), ενώ στην άλλη πλευρά της κλίμακας βρίσκονται η Βουλγαρία (6.523 ευρώ), η Ρουμανία (6.568 ευρώ) και η Ουγγαρία (7.423 ευρώ).
Σημειώνεται, επίσης, ότι οι χώρες οι οποίες έχουν καταγράψει τη μεγαλύτερη αύξηση τα τελευταία 14 χρόνια στο διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι η Ρουμανία (+140,4%), η Λιθουανία (+86%) και η Λετονία (+79,6%).
Επισημαίνεται ακόμη ότι με τα νέα δεδομένα ο συντελεστής Gini (δείκτης άνισης κατανομής του εισοδήματος) βρίσκεται πλέον στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο της ΕΕ (29,6%). Οι χώρες με τη μεγαλύτερη ανισότητα είναι η Βουλγαρία (37,2%), η Λιθουανία (35,7%) και η Λετονία (34%), ενώ στην άλλη πλευρά της κλίμακας βρίσκονται η Σλοβακία (21,6%), η Σλοβενία (23,4%) και το Βέλγιο (24,2%).
153 χιλιάδες άνθρωποι στο φάσμα της φτώχειας
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι 153 χιλιάδες πολίτες στην Κύπρο βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Δηλαδή έχουν εισοδήματα κάτω από το όριο της φτώχειας (κάτω από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος), ή/και ζουν σε νοικοκυριά τα οποία αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές στερήσεις, ή/και παρουσιάζουν χαμηλό δείκτη όσον αφορά την ένταση της εργασίας. Σημειώνεται ότι κάθε άτομο καταγράφεται στα στοιχεία μόνο μία φορά, έστω και αν εμπίπτει σε περισσότερες κατηγορίες.
Το ποσοστό στην Κύπρο είναι πιο χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην Ευρώπη (16,7% έναντι 21,3%), με εξαίρεση την ηλικιακή ομάδα των συνταξιούχων (24,8% στην Κύπρο έναντι 19,7% στην Ευρώπη).
Πιο συγκεκριμένα, στην ηλικιακή ομάδα κάτω των 18 ετών το ποσοστό στην Κύπρο ανέρχεται σε 16,7% (ήτοι 29 χιλιάδες πρόσωπα), στην ομάδα 18-64 ετών 14,8% (88 χιλιάδες πρόσωπα) και στην ομάδα 65 ετών και άνω 24,8% (36 χιλιάδες πρόσωπα).
Πιο δύσκολη η ζωή στις αγροτικές περιοχές
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης παρατηρείται μια σχετική ισορροπία μεταξύ των πολιτών που διαμένουν στις αστικές και αγροτικές περιοχές. Στην Κύπρο, αντίθετα, υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά. Στις αστικές περιοχές το ποσοστό όσων βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται στο 15,7%, στα προάστια φτάνει στο 17,2% και στις αγροτικές περιοχές εκτοξεύεται στο 19,6%. Σημειώνεται ότι στην Ευρώπη ο μέσος όρος είναι 21,6% στις αστικές περιοχές, 21% στα προάστια και 21,4% στις αγροτικές περιοχές.
Επισημαίνεται ότι η Κομισιόν στις τελευταίες συστάσεις της προς την Κύπρο έκανε λόγο για «κοινωνικο-οικονομικό χάσμα μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών» προτείνοντας μέτρα όπως η βελτίωση του συστήματος των δημοσίων μεταφορών, η επίσπευση της ενεργειακής μετάβασης και η παροχή ποιοτικών και οικονομικά προσιτών υπηρεσιών μακροχρόνιας φροντίδας και κοινωνικής στέγασης και ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας για αντιμετώπιση του προβλήματος.
Οι μισοί δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα
Η έκθεση επιβεβαιώνει επίσης ότι οι μισοί στην Κύπρο δυσκολεύονται οικονομικά να τα βγάλουν πέρα. Πιο συγκεκριμένα, ποσοστό 7,1% των πολιτών αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες δυσκολίες, 17,2% αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες και 23,6% αντιμετωπίζουν κάποιες δυσκολίες. Από την άλλη, ποσοστό 27,1% τα βγάζουν πέρα σχετικά εύκολα, 18,2% έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια και 6,8% τα βγάζουν πέρα αρκετά εύκολα. Σημειώνεται ότι στους εργαζομένους το ποσοστό όσων βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται στο 8,5%, στους άνεργους 45,1%, στους συνταξιούχους 25,7% και στα ανενεργά άτομα 28,8%.
Από την ανάλυση των στοιχείων φαίνεται ότι μεταξύ των νοικοκυριών στην Κύπρο η κατηγορία η οποία συγκεντρώνει το πιο υψηλό ποσοστό όσων δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην απαιτούμενη δαπάνη, είναι το να κάνουν διακοπές μιας εβδομάδας μια φορά το χρόνο μακριά από το σπίτι τους (36% έναντι 28,5% στην ΕΕ).
22 χιλιάδες αντιμέτωποι με σοβαρές στερήσεις
Παρά την ωραιοποιημένη εικόνα την οποία επιχειρεί να πλασάρει η κυβέρνηση, τα στοιχεία από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας δείχνουν ότι τουλάχιστον 22 χιλιάδες πρόσωπα στην Κύπρο αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις.
Δηλαδή αντιμετωπίζουν αδυναμία να ανταποκριθούν σε μια έκτακτη, αλλά αναγκαία δαπάνη, ή/και να πληρώσουν έγκαιρα τους λογαριασμούς τους όπως το ενοίκιο, τη δόση του στεγαστικού και το ρεύμα, ή/και να έχουν στη διατροφή τους κάθε δεύτερη μέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή/και να έχουν ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια ή/και να αδυνατούν να έχουν συνάντηση με φίλους/συγγενείς για ποτό/φαγητό τουλάχιστον μια φορά το μήνα.
Σημειώνεται πάντως -αν αυτό είναι παρήγορο- ότι το ποσοστό στην Κύπρο είναι πιο χαμηλό από τον μέσο όρο στην Ευρώπη (2,4% έναντι 6,8%). Στα άτομα κάτω των 18 ετών είναι 2,8%, στην ηλικιακή ομάδα 18-64 ετών 2,4% και στα άτομα 65 ετών και άνω 1,9%.