Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ζαχαρίου
Βία κατά των γυναικών: Τα κράτη και οι κοινωνίες να γίνουν η φωνή των θυμάτων
Συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε αριθμούς και στατιστικά στοιχεία για να περιγράψουμε την κατάσταση όσον αφορά τη βία που βιώνουν οι γυναίκες. Δυστυχώς όμως, οι αριθμοί δεν είναι αρκετοί για να περιγράψουν την πραγματική έκταση του προβλήματος.
Είναι αλήθεια ότι η βία κατά των γυναικών είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι δεν κάνει διακρίσεις -κοινωνικο-οικονομικές, ηλικιακές ή άλλες. Είναι ακόμα αλήθεια ότι δεν περιορίζεται μόνο στη σωματική βία -είναι και ψυχολογική και σεξουαλική, αλλά και οικονομική, αφού συχνά στόχο έχει να συντηρήσει την εξάρτηση της γυναίκας. H βία κατά των γυναικών είναι μια σειρά από μορφές εγκληματικής δράσης που ασκούνται ενάντια στις γυναίκες, απλώς επειδή είναι γυναίκες.
Η εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, αλλά και γενικότερα της βίας, είναι πρώτιστα ζήτημα κουλτούρας. Αυτή η μορφή της βίας έγινε ανεκτή, θεμελιώθηκε και επιβίωσε μέσα στο χρόνο, λόγω των στερεοτύπων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός περιστατικών δεν καταγγέλλεται.
Υπάρχει ένας χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενδοοικογενειακή βία: το «αόρατο» έγκλημα. Ο όρος αυτός δεν σημαίνει ότι δεν βλέπουμε τα θύματα, ότι δεν αναγνωρίζουμε τα σημάδια της σωματικής και της ψυχολογικής βίας. Και βλέπουμε τα θύματα και αναγνωρίζουμε τα σημάδια. Πώς θα μπορούσαμε, άλλωστε, να μην τα βλέπουμε; Είναι γύρω μας, στην καθημερινότητά μας -στην ευρύτερη οικογένεια, στην παρέα, στη γειτονιά, στο χώρο εργασίας.
Από κει πρέπει να ξεκινήσουμε. Να σπάσουμε τα στερεότυπα και να ξεπεράσουμε τα ταμπού.
Η Πολιτεία έχει καθήκον και υποχρέωση να υποστηρίξει τα θύματα της βίας. Δεν πρέπει να αφήνουμε την ενοχή, την ντροπή, τον προβληματισμό, αλλά και το φόβο για περαιτέρω θυματοποίηση να σωπαίνουν τη φωνή των θυμάτων. Τα κράτη και οι κοινωνίες πρέπει να γίνουν η φωνή των θυμάτων, να ξέρουν πως θα βρουν προστασία, υποστήριξη και αποτελεσματική διαχείριση της καταγγελίας τους.
Η βία κατά των γυναικών δεν μπορεί να θεωρείται ζήτημα στενά ατομικό ή οικογενειακό. Αποτελεί κοινωνική παθογένεια με θύμα ολόκληρο το γυναικείο φύλο και με αρνητικές παρενέργειες σε ολόκληρη την κοινωνία. Και η κοινωνία, λοιπόν, οφείλει να σταθεί δίπλα στις γυναίκες ενθαρρύνοντάς τες να καταγγείλουν τη βία, στηρίζοντάς τες στην προσπάθεια να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος.
Προφανώς, το πρόβλημα της έμφυλης βίας έχει βαθιές ρίζες και δεν ανατρέπεται μόνο με νόμους και θεσμικά μέτρα. Ωστόσο, κάθε νομοθεσία που φέρνει το πρόβλημα στην επιφάνεια, κάθε μέτρο που αποφασίζεται, κάθε αλλαγή στην παιδεία μας, στην κουλτούρα μας, μπορεί να σώσει ζωές.
Η βία κατά των γυναικών έχει βαθιές ρίζες
Η Κύπρος παρουσιάζει το πιο υψηλό ποσοστό στην Ευρώπη όσων θεωρούν ως αποδεκτό ο άνδρας να ελέγχει τα οικονομικά, τις δραστηριότητες και τις επαφές της συντρόφου του!
Ένας στους τέσσερις στην Κύπρο είναι καχύποπτος απέναντι σε καταγγελίες των γυναικών, αφού θεωρεί ότι συχνά επινοούν ισχυρισμούς ή υπερβάλλουν σχετικά με καταγγελίες κακοποίησης ή βιασμού!
Η βία κατά των γυναικών και κοριτσιών έχει βαθιές ρίζες στην Κύπρο, αφού βασίζεται στην ανεπάρκεια των κρατικών υπηρεσιών όσον αφορά την ολιστική και διυπηρεσιακή διαχείριση και προστασία των θυμάτων και την πρόληψη του φαινομένου, αλλά και στις αναχρονιστικές έμφυλες αντιλήψεις, οι οποίες επικρατούν σε μεγάλο βαθμό στην κοινωνία. Το χειρότερο όμως είναι ότι τα στοιχεία καταδεικνύουν πως στην κλειστή κοινωνία της χώρας μας υπάρχουν πολλές μορφές συγκεκαλυμμένης βίας, οι οποίες δημιουργούν εξαρτήσεις, ενώ την ίδια ώρα λειτουργούν αποτρεπτικά στο να ωθήσει το θύμα να βρει το θάρρος και να προβεί σε καταγγελία.
Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ευρωβαρόμετρο), η Κύπρος παρουσιάζει το πιο υψηλό ποσοστό όσων θεωρούν ως αποδεκτό ο άνδρας να ελέγχει τα οικονομικά της συντρόφου του. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό των Κυπρίων, οι οποίοι υιοθετούν την πιο πάνω αντίληψη ανέρχεται στο 63%, την ώρα που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι μόλις 36%.
Σημειώνεται ότι η άσκηση οικονομικού ελέγχου είναι από τις πιο σοβαρές μορφές βίας, αφού μπορεί να εγκλωβίσει το θύμα σε μια προβληματική κατάσταση και μάλιστα για μεγάλη χρονική περίοδο. Ιδιαίτερα δε σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βιώνουν σήμερα χιλιάδες νοικοκυριά λόγω των χαμηλών μισθών και της ακρίβειας, η άσκηση οικονομικού ελέγχου καθιστά ακόμη πιο δύσκολες τις συνθήκες το θύμα να απεγκλωβιστεί από τα δεινά της κακοποίησης και να καταγγείλει τον δράστη.
Επίσης, με βάση την ίδια έρευνα ποσοστό 30% των Κυπρίων θεωρούν ως αποδεκτό ο άνδρας να ελέγχει τις δραστηριότητες ή/και τις επαφές της συντρόφου του, όπως για παράδειγμα τις τηλεφωνικές της συνομιλίες και τη δραστηριότητά της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης! Και σε αυτήν την περίπτωση το ποσοστό είναι από τα πιο υψηλά στην Ευρώπη, όπου ο μέσος όρος είναι 20%.
Επιπρόσθετα, 30% των Κύπριων πολιτών θεωρούν ότι από τη στιγμή που μια γυναίκα μοιράζεται την άποψή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πρέπει να είναι έτοιμη να αποδεχτεί σχόλια με σεξιστικό, ή/και υποτιμητικό, ή/και προσβλητικό χαρακτήρα. Αντίστοιχα και σε αυτήν την περίπτωση το ποσοστό είναι από τα πιο υψηλά στην Ευρώπη, όπου ο μέσος όρος όσων διακατέχονται από ανάλογες αντιλήψεις είναι 21%.
Εξίσου προβληματικό είναι το γεγονός ότι 48% θεωρούν πως από τη στιγμή που μια γυναίκα δώσει σε κάποιον προσωπικές της φωτογραφίες, είναι τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνη σε περίπτωση που αυτές κοινοποιηθούν στο διαδίκτυο χωρίς τη συγκατάθεσή της, κάτι το οποίο αποτελεί ποινικό αδίκημα, ενώ συμβάλλει στην αποσιωποίηση της κακοποίησης και στην αυτοενοχοποίηση των θυμάτων.

Καχυποψία για καταγγελίες γυναικών για κακοποίηση ή βιασμό
Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων (σε ποσοστό 96%) συμφωνούν ότι είναι απαράδεκτο ένας άνδρας να χαστουκίζει τη σύντροφό του ή/και να επιχειρεί να συνευρεθεί μαζί της ερωτικά χωρίς τη συγκατάθεσή της.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, ένας στους τέσσερις (26%) είναι καχύποπτος απέναντι στις καταγγελίες των γυναικών, αφού θεωρεί ότι συχνά επινοούν ισχυρισμούς ή υπερβάλλουν σχετικά με υποθέσεις κακοποίησης ή βιασμού που καταγγέλλονται! Σημειώνεται, μάλιστα, ότι και σε αυτήν την περίπτωση το ποσοστό στην Κύπρο είναι από τα πιο υψηλά στην Ευρώπη, όπου ο μέσος όρος όσων διακατέχονται από παρόμοιες στάσεις είναι 17%. Το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστούμε ότι τα περιστατικά που καταγγέλλονται δεν αντανακλούν την πραγματική έκταση του προβλήματος, λαμβάνοντας υπόψιν τη διστακτικότητα των θυμάτων στην αναζήτηση βοήθειας λόγω κυρίως του φόβου και των απειλών που υπάρχουν από τον δράστη για επιδείνωση της κατάστασης.
Επίσης, ποσοστό 13% θεωρούν ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι ιδιωτική υπόθεση και πρέπει να αντιμετωπίζεται εντός της οικογένειας, άρα ελαχιστοποιούν και τη φύση του ποινικού αδικήματος, ενισχύοντας παράλληλα και τη σιωπή των θυμάτων.
Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι 21% θεωρούν ότι εάν μια γυναίκα υποστεί σεξουαλική βία, ενώ είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, είναι τουλάχιστον εν μέρει συνυπεύθυνη. Τέτοιες αντιλήψεις καλλιεργούν στο θύμα την πεποίθηση ότι οι ίδιες ευθύνονται, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η σιωπή τους, η επαναθυματοποίησή τους, η απενοχοποίηση των βιαστών και εν τέλει η ατιμωρησία τους.
Στα θετικά είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία (σε ποσοστό 87%) συμφωνεί πως είναι απαράδεκτο ένας άνδρας να καρφώνει το βλέμμα του στο σώμα μιας γυναίκας, ή/και να την κοιτάζει λάγνα, ή/και να την παρενοχλεί λεκτικά στο δρόμο ή να της σφυρίζει. Επίσης, 74% συμφωνούν ότι είναι απαράδεκτο ένας άνδρας να κάνει υπαινικτικά σχόλια ή νύξεις για την εμφάνιση μιας συναδέλφου του στη δουλειά.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος των Κυπρίων, σε ποσοστό 42%, θεωρούν αποδεκτή -είτε απόλυτα είτε υπό όρους- την απεικόνιση της γυναίκας με σεξουαλική χροιά σε διαφημίσεις. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι και σε αυτήν την περίπτωση το ποσοστό στην Κύπρο υπερβαίνει κατά πολύ του μέσου όρου στην Ευρώπη που ανέρχεται σε 38%, καταδεικνύοντας τις στερεοτυπικές έμφυλες αντιλήψεις στη διαφήμιση.
Σχεδόν μία στις τρεις γυναίκες βίωσε βία από τον σύντροφό της
Το πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών είναι πολύ πιο βαθύ στην Κύπρο σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Μεγάλη πανευρωπαϊκή έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε από κοινού από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE) και την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) έδειξε τα ακόλουθα:
• 36,1% των γυναικών στην Κύπρο έχουν βιώσει σωματική βία, απειλές ή/και σεξουαλική βία, είτε από τον σύντροφό τους είτε από άλλο πρόσωπο, κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Το ποσοστό υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι 30,7%.
• 44,5% έχουν υποστεί ψυχολογική, σωματική βία, απειλές ή/και σεξουαλική βία από τον σύντροφό τους. Το ποσοστό υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι 31,8%. Το χειρότερο όμως είναι ότι παρατηρείται επιδείνωση, αφού το ποσοστό όσων έχουν βιώσει το πιο πάνω φαινόμενο κατά τους τελευταίους 12 μήνες ανέρχεται σε 10% και είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που ανέρχεται σε 5,3%.
• 30% αναφέρουν ότι έχουν βιώσει σωματική βία, απειλές ή/και σεξουαλική βία από συντρόφους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. O ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται στο 17,7%.
• 39,9% αναφέρουν ότι έχουν βιώσει σεξουαλική παρενόχληση στο επαγγελματικό τους περιβάλλον. Το ποσοστό υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι 30,8%. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι και σε αυτήν την περίπτωση παρατηρείται επιδείνωση, αφού το ποσοστό όσων έχουν βιώσει το πιο πάνω φαινόμενο κατά τους τελευταίους 12 μήνες ανέρχεται σε 7,4%, την ώρα που ο μέσος όρος στην ΕΕ ανέρχεται σε 4,3%.
Δίκοπο μαχαίρι για τα δικαιώματα των γυναικών οι ψηφιακές τεχνολογίες
Έκθεση Ευρωκοινοβουλίου: Ενθάρρυναν την ανάπτυξη κινημάτων όπως το #MeToo, αλλά έδωσαν και νέα εργαλεία σε μισογύνηδες, κακοποιούς και επιτήδειους
Το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες, το οποίο παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, αναλύει έκθεση της υπηρεσίας μελετών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τίτλο: «Κυβερνοβία κατά των γυναικών στην ΕΕ».
Η έκθεση χαρακτηρίζει ως «δίκοπο μαχαίρι για τα δικαιώματα των γυναικών» το νέο ψηφιακό περιβάλλον, το οποίο έχει δημιουργηθεί από την εξέλιξη της τεχνολογίας και επισημαίνει ότι: Από τη μια πλευρά έδωσε τη δυνατότητα στις γυναίκες να δημιουργήσουν δίκτυα και κινήματα τα οποία στοχεύουν στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης όσον αφορά τα φαινόμενα βίας εναντίον τους, όμως από την άλλη έδωσε νέα εργαλεία σε μισογύνηδες, κακοποιούς και επιτήδειους.
Η διαδικτυακή βία ενθαρρύνει φαινόμενα βίας στην πραγματική ζωή
Όπως επισημαίνεται, ο ψηφιακός χώρος έχει συμβάλει στην ανάπτυξη διαφόρων μορφών κυβερνοβίας κατά των γυναικών, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη διάδοση αντιφεμινιστικών και μισογυνιστικών ιδεών σε μεγάλη κλίμακα, καθώς και την άσκηση βίας εναντίον μεμονωμένων γυναικών. Αναφέρεται, επίσης, ότι «οι γυναίκες πολιτικοί, δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετωπίζουν υψηλότερα επίπεδα δημόσιας κακοποίησης στον διαδικτυακό κόσμο, σε σύγκριση με τους άνδρες συναδέλφους τους».
Στην έκθεση σημειώνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
• Ποσοστό 13% των γυναικών στην ΕΕ είχαν υποστεί παρενόχληση στον κυβερνοχώρο τα τελευταία πέντε χρόνια. Το υψηλότερο ποσοστό ήταν στην ηλικιακή ομάδα 16-29 ετών.
• Η κυβερνοβία δεν είναι απαραίτητα μια νέα μορφή βίας. Συχνά αποτελεί τη συνέχεια της βίας που βιώνουν οι γυναίκες στην καθημερινότητά τους, ενισχύοντας την αμοιβαία σχέση των δύο αυτών φαινομένων.
• Η διαδικτυακή βία μπορεί επίσης να εμπνεύσει και να ενθαρρύνει φαινόμενα σοβαρής βίας στην πραγματική ζωή, αφού παρέχει στους επιτήδειους τη δυνατότητα να δράσουν υπό το καθεστώς της ανωνυμίας και παράλληλα τους προσφέρει ένα τεράστιο πεδίο δράσης με υποψήφια θύματα με τα οποία δεν είχαν ποτέ προσωπική επαφή ή επικοινωνία.
• Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κυβερνοβίας σε σύγκριση με τη βία στην πραγματική ζωή είναι ότι το ψηφιακό περιεχόμενο έχει τη δυνατότητα να υπερβαίνει την αλληλεπίδραση μεταξύ του δράστη και του θύματος και να φτάνει σε μεγάλο αριθμό χρηστών, αυξάνοντας έτσι τη βλάβη που υφίσταται το θύμα.
• Με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, αυτές οι τάσεις αναμένεται να συνεχιστούν, αφού η χρήση αλγορίθμων βοηθά στην ταχύτερη διάδοση μηνυμάτων και διευκολύνει την παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής των θυμάτων από τους θύτες.
• Μια απλή φωτογραφία μπορεί να επιτρέψει στον κάθε επιτήδειο να ανακτήσει πολλές πληροφορίες για το θύμα στο διαδίκτυο, αλλά και να προβλέψει τη μελλοντική του συμπεριφορά με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης.
• Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί, επίσης, να διευκολύνει τα σεξουαλικά εγκλήματα κατά κοριτσιών. Οι δράστες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη για να υποδυθούν παιδιά ή νέους και να παρασύρουν ανυποψίαστα ανήλικα κορίτσια ακόμη και μαζικά.
• Την ίδια ώρα, όμως, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση παιδιών που εμφανίζονται σε εικόνες ή βίντεο παιδικής πορνογραφίας και κατ’ επέκταση να συμβάλει στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Μπορεί, επίσης, να βοηθήσει στην παρακολούθηση των διαδικτυακών πλατφόρμων, στον εντοπισμό κρουσμάτων σεξιστικού και μισογυνικού λόγου, καθώς στον εντοπισμό περιπτώσεων κυβερνοβίας κατά μεμονωμένων γυναικών.
Νέες νομοθεσίες υιοθετούνται συνεχώς, αλλά η εφαρμογή τους είναι πολύ δύσκολη
Η οδηγία για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, η οποία θα εφαρμοστεί το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2027, θέτει ελάχιστα πρότυπα για την ποινικοποίηση πολλών σοβαρών μορφών κυβερνοβίας και ενισχύει την προστασία και την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη για τα θύματα.
Η νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής έχει, επίσης, αντίκτυπο στην κυβερνοβία. Για παράδειγμα, ο νέος νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες επιβάλλει στις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες στην ΕΕ την υποχρέωση να αφαιρούν επιβλαβές περιεχόμενο από τους ιστοτόπους τους. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η διαδικασία διαγραφής περιεχομένου από το διαδίκτυο είναι πολύ περίπλοκη και δύσκολη, αφού τα θύματα πρέπει να εντοπίσουν όλες τις πλατφόρμες όπου έχει δημοσιευτεί επιβλαβές περιεχόμενο και να ζητήσουν τη διαγραφή του.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι η νομοθεσία της ΕΕ έχει γεωγραφικούς περιορισμούς, καθώς ορισμένες πλατφόρμες φιλοξενούν τους ιστοτόπους τους σε χώρες εκτός ΕΕ (και επομένως εκτός της δικαιοδοσίας της ΕΕ), αλλά εξακολουθούν να είναι προσβάσιμες στους χρήστες στην ΕΕ.
Μία από τις δυσκολίες στην αντιμετώπιση της βίας στον κυβερνοχώρο κατά των γυναικών είναι η διασταύρωση μεταξύ αυτής και της βίας στην πραγματική ζωή, όπου οι πράξεις στον ψηφιακό κόσμο οδηγούν σε σωματική βία είτε εμπνευσμένη είτε ως συνέχεια της βίας στον κυβερνοχώρο.
Η έκθεση της Υπηρεσίας Μελετών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ψηφιακή βία είναι εξίσου επιβλαβής με τη βία στην πραγματική ζωή και πρέπει να αντιμετωπιστεί με την πλήρη ισχύ του νομοθετικού πλαισίου, καθώς και με άλλα μη νομοθετικά μέτρα.

Νομοθετικά όπλα και στην Κύπρο για την «εκδικητική πορνογραφία»
Η έκθεση επισημαίνει ότι στις περιπτώσεις της ανάρτησης βίντεο ή φωτογραφιών γυναικών στο διαδίκτυο χωρίς τη συγκατάθεσή τους, δηλαδή το φαινόμενο της «εκδικητικής πορνογραφίας», δεν είναι αρκετό για να εντοπιστεί ο θύτης και να υποχρεωθεί να τερματίσει τη δράση του. Απαιτείται και η αφαίρεση του υλικού που έχει αναρτήσει. Αυτό, όπως αναφέρεται, είναι το πιο μεγάλο «αγκάθι».
Σημειώνεται ότι για το συγκεκριμένο θέμα η Κύπρος διαθέτει νομοθετικό πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, πρόσφατα ψηφίστηκε από τη Βουλή, μετά από πρόταση νόμου η οποία κατατέθηκε από τον Γιώργο Κουκουμά εκ μέρους του ΑΚΕΛ, πλαίσιο το οποίο εγκαθιδρύει νομική υποχρέωση για τους παρόχους διαδικτύου και ηλεκτρονικών υπηρεσιών, όπως και για τους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών, να διαγράφουν το υλικό εντός μίας ώρας από την ειδοποίησή τους από την Αστυνομία ή άλλη Υπηρεσία!
«Στην Κύπρο υπάρχει ανεξέλεγκτη τοπική βιομηχανία πορνογραφίας»
«Καμπανάκι» για την Κύπρο χτυπά η έκθεση της Υπηρεσίας Μελετών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία αναφέρει ότι η χώρα «φιλοξενεί πέντε μεγάλους πορνογραφικούς ιστοτόπους –μια σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη τοπική βιομηχανία που έχει εγείρει πολλαπλές ανησυχίες».
Παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρονται περισσότερες λεπτομέρειες για την ανάπτυξη τής πιο πάνω βιομηχανίας στην Κύπρο, σε άλλο σημείο της έκθεσης αναφέρεται ότι γενικά ο χώρος της πορνογραφίας «παράγει όλο και πιο βίαιο και εξευτελιστικό περιεχόμενο». Αναφέρεται, επίσης, ότι «η άμεση διαθεσιμότητα πορνογραφικού υλικού σε συνδυασμό με υψηλά επίπεδα πρόσβασης είχε ως αποτέλεσμα την εξομάλυνσή του (φαινομένου) στην κοινωνία. Επιπλέον, η σεξουαλική βία που απεικονίζεται σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης πορνογραφίας έχει αντίκτυπο στην αντίληψη των νέων για το τι συνιστά κανονική σεξουαλική σχέση».
Στην Κύπρο τα έμφυλα στερεότυπα συνεχίζουν να κυριαρχούν, καθορίζοντας τους ρόλους των δύο φύλων
Δρ Άντρη Ανδρονίκου, Επιστημονική Διευθύντρια ΣΠΑΒΟ
Γνωρίζουμε μόνο το 20% του προβλήματος βίας κατά των γυναικών
Σύμφωνα με τα παγκόσμια δεδομένα, κάθε 9 δευτερόλεπτα μία γυναίκα κακοποιείται, κάθε 10 λεπτά συμβαίνει μια γυναικοκτονία, τρία με τέσσερα εκατομμύρια γυναίκες πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού κάθε χρόνο, ενώ η κακοποίηση συμβαίνει σε όλες τις ηλικίες, σύνορα, έθνη, φυλές, ή κοινωνική και μορφωτική τάξη.
Από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας στην Κύπρο από το 1966 – σήμερα απαριθμούμε 3 περίπου γυναικοκτονίες το χρόνο, ενώ για το 2023 ο ΣΠΑΒΟ διαχειρίστηκε 3.700 υποθέσεις έμφυλης – ενδοοικογενειακής βίας.
Φέτος, μόνο κατά τη διάρκεια των Παγκόσμιων Ημερών Δράσης (25/11 – 10/12), ο ΣΠΑΒΟ όπως διαφάνηκε μέσα από την Εθνική Γραμμή Βοήθειας 1440, έλαβε 570 κλήσεις για βοήθεια που αυτό καταδεικνύει ότι κατά μέσο όρο κάθε μέρα και ασταμάτητα:
ΚΑΘΕ 40 ΛΕΠΤΑ μια οικογένεια βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω ενδοοικογενειακής βίας και
ΚΑΘΕ 40 ΛΕΠΤΑ ένας δράστης αποκαλύπτεται από τα θύματα ή και μάρτυρες για το έγκλημα που έχει διαπράξει.
Τα στοιχεία είναι άκρως ανησυχητικά και επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε η άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος στη ρίζα του εάν λάβουμε υπόψιν ότι γνωρίζουμε μόνο το 20% της έκτασης του προβλήματος, ενώ οι γυναίκες µπορεί να κακοποιηθούν µέχρι και τριάντα φορές προτού αναζητήσουν βοήθεια.
Μέσα στον κύκλο της κακοποίησης η αντιφατική συμπεριφορά του δράστη, με εναλλαγές μεταξύ τρυφερών και κακοποιητικών συμπεριφορών, με τυχαίο και απρόβλεπτο τρόπο, δημιουργεί μια ψυχολογική εξάρτηση, μεθοδευμένη ανημποριά, αφήνοντας τις γυναίκες παθητικές και υποταγμένες που άλλοτε φοβούνται για την εκδίκηση που θα έρθει δριμύτερη, ντρέπονται και απομονώνονται, αισθάνονται αβοήθητες, ότι δεν θα γίνουν πιστευτές, ενώ όταν αποφασίσουν να φύγουν, να πάρουν διαζύγιο ή και να αντισταθούν στην κακοποίηση τίθεται σε κίνδυνο η ζωή τους.
Αναγνωρίζουμε ότι η βία κατά γυναικών είναι εμφανής σε όλη τη διάρκεια της ζωής, αποτελεί ένα παγκόσμιο περίπλοκο και σοβαρό ζήτημα και είναι ενσωματωμένη σε όλους τους τύπους σχέσεων φροντίδας, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, κουλτούρας, θρησκευτικών πεποιθήσεων και κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης με άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική υγεία και ευημερία όσων επηρεάζονται, συμπεριλαμβανομένων ενηλίκων και παιδιών.
Αντίστοιχα, πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ισότητας των Φύλων (EIGE) και τη Διεθνή Τράπεζα, η βία κατά των γυναικών κοστίζει στην ΕΕ 289 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και το παγκόσμιο κόστος ανέρχεται περίπου σε 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια -το 56% για την αντιμετώπιση σωματικών και συναισθηματικών επιπτώσεων όπως άγχος/κατάθλιψη, 21% για τις υπηρεσίες ποινικής δικαιοσύνης, 14% για την απώλεια οικονομικής παραγωγής (άδειες εργασίας, μειωμένη παραγωγικότητα) και άλλες δαπάνες υπηρεσιών πολιτικής δικαιοσύνης (για διαζύγια και διαδικασίες φύλαξης παιδιών), ενίσχυση στέγασης και προστασία των παιδιών.
Ωστόσο, τα χρήματα που δαπανώνται για την υποστήριξη των θυμάτων μέσα από υπηρεσίες αντιστοιχούν μόλις στο 0,4% του κόστους της βίας λόγω φύλου.
Χρειάζεται, λοιπόν, πέρα από τα σημαντικά βήματα που έχει επιτύχει η χώρα μας σε νομοθετικό επίπεδο και παροχής υπηρεσιών, περαιτέρω εξειδίκευση, εκπαίδευση όλων των εμπλεκομένων συμπεριλαμβανομένων δικαστών, δικηγόρων, γιατρών, νοσηλευτών, δασκάλων και άλλων ειδικών, χρήση επιστημονικών εργαλείων αξιολόγησης των θυμάτων και των δραστών, λογοδοσία και παραδειγματική τιμωρία των δραστών για διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, εξειδικευμένα προγράμματα εντός του σωφρονιστικού ιδρύματος για τους δράστες, μεταβατικές δομές φιλοξενίας των γυναικών και παιδιών μετά το καταφύγιο, αλλά και ενίσχυση μέσα από εξειδικευμένα προγράμματα προληπτικού χαρακτήρα σε αδικήματα εφήβων που σχετίζονται με την έμφυλη βία στο πλαίσιο της φιλικής δικαιοσύνης για τα ανήλικα παιδιά, καθώς και επαρκής χρηματοδότηση στις υπηρεσίες πρώτης γραμμής. Αντίστοιχα, το μεγάλο στοίχημα κάθε κοινωνίας για να καταπολεμήσει την έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία είναι η πρόληψη μέσα από την προώθηση και ενσωμάτωση της ισότητας των φύλων σε όλες τις πολιτικές.
Ελένη Ευαγόρου, Κεντρική Οργανωτική Γραμματέας ΠΟΓΟ
Το κράτος δεν καταπολεμά ουσιαστικά τα έμφυλα στερεότυπα
Οι αναφορές σχετικά με τα έμφυλα στερεότυπα και τη βία κατά των γυναικών αντικατοπτρίζουν πλήρως όσα το Γυναικείο Κίνημα ΠΟΓΟ παρατηρεί μέσα από τη δράση και την επαφή του με τις γυναίκες στην καθημερινότητα. Αυτές οι διαπιστώσεις αναδεικνύουν την ανάγκη εντατικοποίησης των αγώνων και των διεκδικήσεών μας.
Στην Κύπρο, οι πατριαρχικές αντιλήψεις και τα έμφυλα στερεότυπα συνεχίζουν να κυριαρχούν, καθορίζοντας τους ρόλους των δύο φύλων και δημιουργώντας σημαντικά εμπόδια στην επίτευξη της έμφυλης ισότητας. Αυτά τα εμπόδια είναι εμφανή σε όλους τους τομείς της ζωής -στο σπίτι, στην εργασία, στην κοινωνία και στην πολιτική- και συχνά αλληλοεπιδρούν, ενισχύοντας περαιτέρω τις ανισότητες.
Η πατριαρχία αποκτά θεσμική υπόσταση, με αποτέλεσμα να διατηρούνται νομοθεσίες και να εφαρμόζονται πολιτικές που όχι μόνο δεν προάγουν την ισότητα των φύλων, αλλά την υπονομεύουν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η νομοθεσία που αφορά τις μονογονεϊκές οικογένειες. Σύμφωνα με το νόμο, το επίδομα μονογονιού αποκόπτεται όταν μία μονογονιός συγκατοικεί με σύντροφο. Η ίδια η νομοθεσία δηλαδή περιορίζει σεξιστικά το δικαίωμα των διαζευγμένων μητέρων να έχουν προσωπική ζωή, αναπαράγοντας το στερεότυπο ότι οι γυναίκες είναι οικονομικά εξαρτημένες από τους άνδρες.
Αυτή η κατάσταση δεν επηρεάζει μόνο τις γυναίκες που πλήττονται άμεσα από τη νομοθεσία, αλλά συμβάλλει και στη διαιώνιση παρωχημένων κοινωνικών αντιλήψεων που αναπαράγουν την ανισότητα.
Πρόσφατα, ακούσαμε την εξαγγελία του ΠτΔ για παραχώρηση επιδόματος στις γυναίκες κάτω των 30, οι οποίες αποκτούν παιδί. Γιατί η εξαγγελία δεν αφορούσε και τους άντρες κάτω των 30 ετών; Ακριβώς, γιατί τα κοινωνικά στερεότυπα θεωρούν ότι οι άντρες μπορούν να κυνηγήσουν τις σπουδές, την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, την ενασχόληση με τα κοινά, ενώ οι γυναίκες πρέπει να ασχοληθούν με την τεκνοποίηση και την ανατροφή των παιδιών. Αυτή η αντίληψη είναι μέρος των παραγόντων που επιφέρουν την περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική και κοινωνική ζωή και ως εκ τούτου την εξίσου περιορισμένη παρουσία τους σε πολιτειακά αξιώματα και υψηλόβαθμες θέσεις εταιρειών, αλλά και το χάσμα αμοιβών και συντάξεων.
Ακόμη είναι γεγονός ότι οι νομοθεσίες που αφορούν την ισότητα των φύλων είτε μένουν στα συρτάρια είτε δεν εφαρμόζονται αποτελεσματικά εξαιτίας περιορισμένων πόρων, αλλά και των στερεότυπων αντιλήψεων που φέρουν αυτοί και αυτές που καλούνται να τις εφαρμόσουν.
Το πρόσφατο περιστατικό σεξιστικής ρητορικής σε τηλεοπτική εκπομπή μάς δείχνει ότι αν δεν αντιδρούσαμε εμείς, ως γυναικείες οργανώσεις, αλλά και μεγάλο μέρος της κοινωνίας, οι θεσμοί δεν θα κινούνταν για εφαρμογή της νομοθεσίας κατά του σεξισμού.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι το κράτος δεν εφαρμόζει ουσιαστικές πολιτικές για την καταπολέμηση των έμφυλων στερεοτύπων μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο έχει καίριο ρόλο καθώς διαπαιδαγωγεί τους μελλοντικούς ενήλικες.
Τα δεδομένα όσον αφορά τη βία κατά των γυναικών είναι πράγματι ανησυχητικά. Οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με το σεξισμό και τα στερεότυπα φύλου σε πολλά στάδια στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από αυτές τις εγκληματικές πράξεις. Ακόμα και από αυτούς που θα πρέπει να τις προστατέψουν, όπως η Αστυνομία ή να απονέμουν Δικαιοσύνη, όπως οι δικαστές.
Σημαντικό είναι το ζήτημα και των δομών στήριξης και φιλοξενίας των κακοποιημένων, οι οποίες είναι περιορισμένες και δεν λειτουργούν σε όλες τις επαρχίες. Το κράτος δεν λαμβάνει σοβαρά το ρόλο του σε όλη αυτή τη διαδικασία μετατοπίζοντας τις δικές του ευθύνες σε ΜΚΟ, οι οποίες καλούνται να διαχειριστούν το ζήτημα με πολύ περιορισμένους οικονομικούς πόρους.
Οι δικαστικές διαδικασίες είναι χρονοβόρες και για αυτόν το λόγο οι κακοποιημένες γυναίκες σκέφτονται πολλές φορές πριν καταγγείλουν, γνωρίζοντας ότι θα αντιμετωπίσουν τεράστια εμπόδια για να απελευθερωθούν από την εγκληματική κατάσταση στην οποία ζουν.
Όλα αυτά είναι ζητήματα για τα οποία χρειάζεται πολιτική βούληση, η οποία δυστυχώς δεν υπάρχει τα τελευταία χρόνια.