Δεκτή έκανε πρόσφατα το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο Κύπρου έφεση της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών για πρόστιμο ύψους €250.000 που είχε επιβάλει στην Alpha Bank για αθέμιτες πρακτικές και το οποίο είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με το λεκτικό της απόφασης, η Υπηρεσία διεξήγαγε αυτεπάγγελτη έρευνα στην Alpha Βank για εμπορικές πρακτικές, οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, φαίνονταν αθέμιτες. Έρεισμα της συγκεκριμένης έρευνας υπήρξε η υποβολή παραπόνου από 10 πρόσωπα, μερικά εκ των οποίων συνήψαν συμβάσεις στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο. Η έρευνα, ωστόσο, της Υπηρεσίας, ήταν αυτεπάγγελτη, όπως είχε ενημερώσει σχετικά ο διευθυντής της Υπηρεσίας.
Ως εκ πρώτης όψεως αθέμιτες πρακτικές χαρακτηρίστηκαν από την Υπηρεσία Προστασίας Ανταγωνισμού πρακτικές της τράπεζας, όπως η παράλειψη ενημέρωσης ή η ελλιπής ενημέρωση για συναλλαγματικούς κινδύνους στεγαστικών δανείων σε ξένο νόμισμα, η χρήση ασαφών συμβατικών όρων, η επιβολή χρεώσεων για παροχή πληροφοριών ύψους €5 ανά e-mail και €50 ανά ταχυδρομική επιστολή, σημειώνοντας ότι οι χρεώσεις αυτές υπερβαίνουν κατά πολύ τη δαπάνη της τράπεζας για αποστολή τους προς τους καταναλωτές και μπορούν να αποτρέψουν τους καταναλωτές από το να αιτηθούν πληροφορίες και βάσει αυτών να ασκήσουν νόμιμα δικαιώματά τους.

Επιπλέον, χαρακτηρίστηκε αθέμιτη πρακτική η σημείωση στο κάτω μέρος της ανάλυσης λογαριασμού ότι αμφισβήτηση των χρεώσεων επιτρέπεται μόνο εντός δύο εβδομάδων από τη λήψη του λογαριασμού, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη συμβατική πρόνοια, διότι δημιουργεί κίνδυνο να απόσχει ο καταναλωτής από την αμφισβήτηση χρεώσεων σε βάρος του. Επίσης, περιλήφθηκε ως αθέμιτη πρακτική και ο συμβατικός όρος ότι αρμόδια δικαστήρια για αγωγές του καταναλωτή ορίζονται αποκλειστικά τα δικαστήρια της Κύπρου.
Για τα παραπάνω η Υπηρεσία εξέδωσε τελικά απόφαση το 2016 με επιβολή χρηματικής ποινής €250.000. Επιπλέον, η τράπεζα διατάχτηκε να τερματίσει τις παραβάσεις που συνεχίζονταν και να αποφύγει την επανάληψή τους.
Η Alpha Bank κατέθεσε προσφυγή εναντίον της απόφασης, με το πρωτόδικο δικαστήριο να ακυρώνει, τελικά, την απόφαση. Μεταξύ άλλων, λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης για το κατά πόσο οι παραπονούμενοι θεωρούνται «καταναλωτές» με την έννοια του νόμου, σημειώνοντας ελλιπή αιτιολόγηση από τον διευθυντή της Υπηρεσίας.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, σημειώνοντας πως το γεγονός ότι υποβλήθηκαν συγκεκριμένα παράπονα δεν αναιρούσε το αυτεπάγγελτο της έρευνας, ενώ σημειώνεται ότι ήταν πλήρως αιτιολογημένη και με εκτεταμένη ανάλυση η απόφαση.
«Κρίνουμε, συνεπώς, πως η επίδικη απόφαση, αντικείμενο της προσφυγής, ήταν ορθά τεκμηριωμένη και πλήρως αιτιολογημένη. Κατ’ ακολουθία, η πρωτόδικη κατάληξη, επίκεντρο της οποίας ήταν η ανάγκη ερμηνείας του όρου “καταναλωτής”, κρίνεται, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ως εσφαλμένη