Του Κωνσταντίνου Ζαχαρίου
Χιλιάδες εργαζόµενοι, οι οποίοι αµείβονται µε τον εθνικό κατώτατο µισθό, έχουν ακούσιες αποκοπές 260 ευρώ τον µήνα περίπου, αφού η κυβέρνηση κωλυσιεργεί και αποφεύγει να εφαρµόσει την οδηγία της ΕΕ, η οποία αφορά την επάρκεια των κατώτατων µισθών και την αύξηση της πυκνότητας κάλυψης των συλλογικών συµβάσεων. Όπως προκύπτει, µάλιστα, από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, τα οποία ανέλυσε η εφηµερίδα µας, η Κύπρος είναι η µόνη χώρα της ΕΕ στην οποία δεν δόθηκε αύξηση στον κατώτατο µισθό από την κυβέρνηση το 2025, παρά το τσουνάµι της ακρίβειας στον ηλεκτρισµό, τα πετρελαιοειδή και τα αγαθά πρώτης ανάγκης.
Ο εθνικός κατώτατος µισθός στην Κύπρο (1.000 ευρώ τον µήνα µικτά, ήτοι 810 ευρώ καθαρά) αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά τον Ιανουάριο του 2024 και έκτοτε παραµένει στα ίδια επίπεδα. Και αυτό, επειδή η κυβέρνηση δεν έχει υιοθετήσει ακόµη την οδηγία της ΕΕ, η οποία παροτρύνει τα κράτη-µέλη, κατά τον υπολογισµό του ύψους του κατώτατου µισθού, να ακολουθούν τη φόρµουλα του 50% του µέσου µισθού ή του 60% του διάµεσου µισθού.

Σηµειώνεται ότι, µε βάση τα τελευταία διαθέσιµα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, τα οποία αφορούν το τρίτο τρίµηνο του 2024, οι µέσες ακαθάριστες µηνιαίες απολαβές των υπαλλήλων ανέρχονται σε 2.351 ευρώ, ενώ, µετά τη διόρθωση ως προς τις εποχικές διακυµάνσεις, ανέρχονται στα 2.526 ευρώ. Αυτό σηµαίνει ότι, εάν η κυβέρνηση εφάρµοζε την οδηγία της ΕΕ και προχωρούσε στην αναθεώρηση του ύψους του κατώτατου µισθού, όπως έχουν πράξει εδώ και µήνες όλα τα άλλα κράτη-µέλη της ΕΕ που διαθέτουν αντίστοιχο µηχανισµό, το ποσό έπρεπε να αυξηθεί στα 1.263 ευρώ. Αντί αυτού, παραµένει καθηλωµένο στα 900 ευρώ για τους πρώτους έξι µήνες και 1.000 ευρώ για τη συνέχεια, µε αποτέλεσµα οι πιο χαµηλά αµειβόµενοι εργαζόµενοι να υπόκεινται σε ακούσιες αποκοπές, οι οποίες ανέρχονται στα 263 ευρώ τον µήνα.
Υπενθυµίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε έκθεσή της για την Κύπρο (συστάσεις ανά χώρα στο πλαίσιο του εαρινού πακέτου του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Εξαµήνου) τον Μάιο του 2022 –όταν βρισκόταν σε εξέλιξη η συζήτηση για την εισαγωγή του θεσµού του εθνικού κατώτατου µισθού– είχε προκρίνει τον καθορισµό του ορίου στα 1.000 ευρώ. Αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη και του ∆ΗΣΥ, η οποία καθόρισε το όριο στα 940 ευρώ. Το χειρότερο, όµως, είναι ότι διαµόρφωσε τον µηχανισµό µε τρόπο ώστε να µην αναθεωρείται το ποσό µε βάση τον πληθωρισµό, φόρµουλα η οποία συνεχίζεται και από την κυβέρνηση του Νίκου Χριστοδουλίδη.
Η οδηγία της ΕΕ επιτρέπει την εισαγωγή της ΑΤΑ
Η οδηγία της ΕΕ, η οποία αφορά την επάρκεια των κατώτατων µισθών, εκδόθηκε από το Συµβούλιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 4 Οκτωβρίου 2022 και δόθηκε περιθώριο στα κράτη-µέλη µέχρι τις 15 Νοεµβρίου 2024, για την εναρµόνισή τους. Παρά ταύτα, πέντε µήνες µετά την εκπνοή της προθεσµίας, η κυβέρνηση συνεχίζει να σφυρίζει αδιάφορα.
Σηµειώνεται επίσης ότι σε αντίθεση µε τα όσα ισχυρίζονται η κυβέρνηση και οι οργανώσεις των εργοδοτών, η οδηγία της ΕΕ επιτρέπει την υιοθέτηση των αιτηµάτων που έχουν κατατεθεί πολλές φορές από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και αφορούν τη ρύθµιση της ωριαίας απόδοσης του κατώτατου µισθού και την εισαγωγή της ΑΤΑ.
Μάλιστα, στην οδηγία αναφέρεται ρητά ότι «τα κράτη-µέλη µπορούν να χρησιµοποιούν αυτόµατο µηχανισµό τιµαριθµικής αναπροσαρµογής […] µε την προϋπόθεση ότι η εφαρµογή του εν λόγω µηχανισµού δεν οδηγεί σε µείωση του νόµιµου κατώτατου µισθού».
Αγνοείται ο οδικός χάρτης για τις συλλογικές συµβάσεις
Η οδηγία της ΕΕ για την επάρκεια των κατώτατων µισθών περιλαµβάνει επίσης πρόνοια για αύξηση της πυκνότητας κάλυψης των συλλογικών συµβάσεων τουλάχιστον στο 80% του εργατικού δυναµικού. Αναφέρει, µάλιστα, ότι «τα κράτη-µέλη µε κάλυψη από συλλογικές διαπραγµατεύσεις κάτω του 80% θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδιο δράσης», το οποίο να περιλαµβάνει «σαφές χρονοδιάγραµµα και συγκεκριµένα µέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγµατεύσεις».
Παρά ταύτα, τρία χρόνια µετά την έκδοση της οδηγίας, στην Κύπρο ακόµη αγνοείται ο οδικός χάρτης για αύξηση της πυκνότητας κάλυψης των συλλογικών συµβάσεων. Σηµειώνεται, επίσης, ότι στην οδηγία της ΕΕ αναφέρεται ρητά πως «η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγµατεύσεων είναι ένας τρόπος να καταπολεµηθεί η φτώχεια των εργαζοµένων και να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας». Φαίνεται, όµως, ότι αυτό δεν εµπίπτει στις προτεραιότητες της κυβέρνησης.
Ένας στους πέντε είναι χαµηλόµισθος
Η κωλυσιεργία της κυβέρνησης στην εφαρµογή της οδηγίας της ΕΕ, καθώς και η απόφασή της να διατηρήσει καθηλωµένο το ύψους του κατώτατου µισθού, επηρεάζει χιλιάδες εργαζόµενους και ιδιαίτερα τις γυναίκες και τους νέους.
Σηµειώνεται ότι µε βάση την έκθεση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, η Κύπρος είναι µεταξύ των κρατών-µελών µε τα υψηλότερα ποσοστά σε χαµηλόµισθους. Πιο συγκεκριµένα, ενώ στο σύνολο των κρατών-µελών της ΕΕ το ποσοστό των εργαζοµένων οι οποίοι αµείβονται µε απολαβές που αντιστοιχούν στα δύο τρίτα ή λιγότερο από τις διάµεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές στη χώρα τους ανέρχεται στο 14,7%, στην Κύπρο φτάνει στο 20%. ∆ηλαδή ένας στους πέντε είναι χαµηλόµισθος. Σηµειώνεται επίσης στις γυναίκες το ποσοστό όσων βρίσκονται στην κατηγορία των χαµηλόµισθων ανέρχεται στο 22,7%, σε σύγκριση µε 17,4% στους άνδρες. Επίσης, στους νέους µέχρι 30 ετών το ποσοστό φτάνει στο 35,8%.
Πέντε χώρες µε κατώτατο µισθό άνω των 2.000 ευρώ
Ο θεσµός του εθνικού κατώτατου µισθού εφαρµόζεται σε συνολικά 22 κράτη – µέλη της ΕΕ. Η Κύπρος βρίσκεται κάτω από τη µέση, στη 12η θέση, µε το όριο να ανέρχεται στα 1.000 ευρώ.
Σηµειώνεται ότι πέντε χώρες έχουν εθνικό κατώτατο µισθό ο οποίος ξεπερνά τις 2.000 ευρώ. Πρόκειται για το Λουξεµβούργο (2.638 ευρώ), την Ιρλανδία (2.282 ευρώ), την Ολλανδία (2.193 ευρώ), τη Γερµανία (2.161 ευρώ) και το Βέλγιο (2.070 ευρώ).
Από την άλλη πλευρά οι χώρες µε τα πιο χαµηλά επίπεδα όσον αφορά τον κατώτατο µισθό είναι η Βουλγαρία (551 ευρώ), η Ουγγαρία (707 ευρώ), και η Λετονία (740).
Σηµειώνεται επίσης ότι η Κύπρος είναι η µόνη χώρα στην οποία δεν έγινε αναπροσαρµογή του ύψους του κατώτατου µισθού το 2025, παρά την ακρίβεια. Ενδεικτικά, σε τέσσερις χώρες δόθηκαν αυξήσεις πέραν του 10% (Ρουµανία +22,8%, Βουλγαρία +15,5%, Λιθουανία +12,3% και Πολωνία +11,6%).