Σημαντικά κενά παρατηρούνται στην αντιμετώπιση ασθενειών όπως ο HIV, η φυματίωση, η ιογενής ηπατίτιδα Β και C και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα με αποτέλεσμα η Ευρώπη να βρίσκεται εκτός στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του 2030. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), αν και έχει σημειωθεί πρόοδος για τον τερματισμό των επιδημιών των ασθενειών αυτών έως το 2030, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος «είναι εκτός πορείας».
Η πρώτη από μια σειρά εκθέσεων προόδου που έχει προγραμματιστεί μέχρι το 2030 παρουσιάζει τα πιο πρόσφατα δεδομένα σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης, την πρόληψη, τις δοκιμές, τη θεραπεία και τη θνησιμότητα σε ολόκληρη την ΕΕ/ΕΟΧ για τις τέσσερις ομάδες ασθενειών που παρακολουθούνται από το ECDC για τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης.
Αν και έχει σημειωθεί πρόοδος σε ορισμένους τομείς, πολλές χώρες δεν βρίσκονται σε καλό δρόμο για την επίτευξη των στόχων του 2030 και τα σημαντικά κενά δεδομένων εμποδίζουν την πλήρη αξιολόγηση.
«Η Ευρώπη χρειάζεται τολμηρή, συντονισμένη δράση για την πρόληψη, τις δοκιμές και τη θεραπεία για να επιτύχει τους στόχους του 2030. Αυτές οι ασθένειες μπορούν να προληφθούν, όπως και το βάρος στα συστήματα υγείας, τους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Έχουμε πέντε χρόνια για να δράσουμε», δήλωσε η διευθύντρια του ECDC, Pamela Rendi-Wagner.
Ο εκτιμώμενος αριθμός νέων μολύνσεων HIV μειώθηκε κατά 35% από την αρχική τιμή του 2010 στην ΕΕ/ΕΟΧ, αλλά η πρόοδος είναι πιο αργή από ό,τι χρειάζεται για να επιτευχθεί ο ενδιάμεσος στόχος του 2025.
Η πρόοδος στα τεστ και στη θεραπεία για τον HIV είναι ενθαρρυντική, αλλά η επίτευξη για εντοπισμό των αδιάγνωστων και η διασφάλιση της σύνδεσης με τη φροντίδα παραμένει πρόκληση σε ολόκληρη την ΕΕ/ΕΟΧ.
Η χρήση εργαλείων πρόληψης, όπως η προφύλαξη πριν από την έκθεση (PrEP) για τον HIV, αυξάνεται αλλά χρειάζεται περαιτέρω κλιμάκωση. Για τη φυματίωση, η εκτιμώμενη επίπτωση έχει μειωθεί κατά 35% από το 2015, αλλά τα ποσοστά επιτυχίας για τη θεραπεία της φυματίωσης παραμένουν κάτω από το στόχο του 90%, ιδιαίτερα για την ανθεκτική στα φάρμακα φυματίωση.
Η ιογενής ηπατίτιδα Β και C προκαλούν την πλειονότητα των σχεδόν 57.000 ετήσιων θανάτων που αποδίδονται στο AIDS, τη φυματίωση και την ιογενή ηπατίτιδα στην ΕΕ/ΕΟΧ. Για την ηπατίτιδα Β και C, οι διαθέσιμες πληροφορίες υποδηλώνουν σημαντικές ελλείψεις στην επίτευξη των στόχων κάλυψης των εξετάσεων και της θεραπείας και τα ποσοστά θνησιμότητας δεν δείχνουν σημάδια μείωσης. Τα αναφερθέντα κρούσματα για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως η σύφιλη και η γονόρροια, αυξάνονται σε ολόκληρη την ΕΕ/ΕΟΧ, φτάνοντας τους υψηλότερους αριθμούς από τότε που ξεκίνησε η επιτήρηση από το ECDC το 2009. Τα δεδομένα σχετικά με τις εξετάσεις και την κάλυψη θεραπείας για ΣΜΝ δεν είναι σε μεγάλο βαθμό διαθέσιμα, περιπλέκοντας τη συνολική εικόνα.
Είναι, επίσης, σημαντικό να επεκταθούν οι ολοκληρωμένες υπηρεσίες δοκιμών για πολλαπλές λοιμώξεις σε διάφορα περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών που βασίζονται στην κοινότητα, για να προσεγγιστούν άτομα που κινδυνεύουν σε πρώιμο στάδιο.
Η βελτίωση της σύνδεσης με τη φροντίδα και η υποστήριξη της τήρησης της θεραπείας είναι ζωτικής σημασίας, αναφέρει η έκθεση.