Του
Κωνσταντίνου Ζαχαρίου
Μια σκληρή και αποκαλυπτική εικόνα της οικονομικής καθημερινότητας των κυπριακών νοικοκυριών αποτυπώνει η νέα έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας, με τίτλο «Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2023».
Τα στοιχεία δείχνουν, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ότι το κόστος ζωής έχει εκτοξευθεί, διαβρώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα των οικογενειών, ενώ οι πολιτικές της κυβέρνησης, αντί να δίνουν ανάσες, φαίνεται να επιτείνουν τις ανισότητες.

1 στα 3 ευρώ σε δόσεις, ενοίκια και λογαριασμούς
Η μέση ετήσια καταναλωτική δαπάνη ανά νοικοκυριό έφτασε το 2023 τις 43.263 ευρώ, αυξημένη κατά 38,6%, σε σύγκριση με τις 31.206 ευρώ της περιόδου 2015/2016.
Η στέγαση αναδεικνύεται στην πιο επιβαρυντική κατηγορία για τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, αφού η μέση δαπάνη εκτοξεύτηκε από 7.967 ευρώ σε 11.884 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 49,2%. Πλέον, σχεδόν 1 στα 3 ευρώ που δαπανούν τα νοικοκυριά προορίζεται για ενοίκια, δόσεις και λογαριασμούς –το 27,5% του ετήσιου προϋπολογισμού.

Ακρίβεια παντού, με εξαίρεση την Υγεία
Σημαντικές αυξήσεις σημειώθηκαν και σε όλες τις υπόλοιπες βασικές ανάγκες:
• Είδη διατροφής: Αύξηση 30,8%, με τη μέση δαπάνη να φτάνει πλέον στα 6.254 ευρώ, απορροφώντας το 14,5% του προϋπολογισμού για ένα μέσο νοικοκυριό.
• Μεταφορές: Αύξηση 33,5%, στα 5.004 ευρώ (11,6% του προϋπολογισμού).
• Εστιατόρια και Υπηρεσίες Διαμονής: Αύξηση 71,5%, στα 4.777 ευρώ (11%).
• Ένδυση και Υπόδηση: Αύξηση 26%, στα 2.276 ευρώ (5,3%).
• Οικιακός εξοπλισμός και έπιπλα: Αύξηση 35,3%, στα 2.185 ευρώ (5,1%).
Αύξηση 125% στις Ασφάλειες και Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η κατηγορία Ασφάλειες και Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες, όπου η μέση δαπάνη υπερδιπλασιάστηκε, από 921 ευρώ σε 2.086 ευρώ (+126,5%).
Αντίθετα, η μόνη κατηγορία με μείωση ήταν η Υγεία, με πτώση 26,4% (από 1.614 σε 1.188 ευρώ), κυρίως λόγω της εφαρμογής του ΓΕΣΥ, το οποίο περιόρισε σημαντικά τις ιδιωτικές πληρωμές.

Ασφυξία και αναγκαστική αναπροσαρμογή προτεραιοτήτων
Άλλες δαπάνες, όπως η Προσωπική φροντίδα και Κοινωνική προστασία (+46,1%), η Εκπαίδευση (+13,4%) και η Αναψυχή – Πολιτισμός και Πληροφόρηση (+26,5%), αυξήθηκαν επίσης, αν και απορροφούν μικρότερα ποσοστά του προϋπολογισμού.
Πίσω από τους αριθμούς αποκαλύπτεται η ασφυξία της καθημερινότητας για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Οι αυξήσεις δεν είναι απλώς ποσοστιαίες – είναι πολιτικές. Όσο το κόστος των βασικών αναγκών αυξάνεται, τόσο περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία στρώματα καλούνται να προσαρμοστούν, να στερηθούν ή να δανειστούν για να ανταποκριθούν.

Χάσμα 15% ανάμεσα στην πόλη και το χωριό
Εν τω μεταξύ, τα δεδομένα της έρευνας αναδεικνύουν όχι μόνο τη γενικευμένη άνοδο του κόστους ζωής, αλλά και τις ενδοπεριφερειακές ανισότητες, με τη διαφορά ανάμεσα σε αστικές και αγροτικές περιοχές να ξεπερνά κατά τόπους το 14%.
Σύμφωνα με την έκθεση, στα νοικοκυριά των αστικών περιοχών η κατανάλωση ανέρχεται, κατά μέσο όρο, στα 44.548 ευρώ, ενώ στα αγροτικά νοικοκυριά ανέρχεται στα 40.505 ευρώ.
Η διαφορά των 4.043 ευρώ μεταφράζεται σε 10% απόσταση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, ένα στατιστικό που φανερώνει τον κοινωνικό διαχωρισμό και την άνιση επίδραση του κόστους ζωής ανά γεωγραφική ζώνη.
Η γεωγραφική κατανομή των δαπανών προσφέρει πρόσθετα στοιχεία για τις κοινωνικές ισορροπίες:
Λευκωσία: Κινείται σταθερά στα ψηλά, με μέση κατανάλωση 45.638 ευρώ στις αστικές περιοχές και 41.394 ευρώ στις αγροτικές περιοχές. Η διαφορά ανέρχεται στο 10,3%.
Λεμεσός: Είναι πρωταθλήτρια των ανισοτήτων. Η μέση κατανάλωση στις αστικές περιοχές ανέρχεται σε 46.667 ευρώ και στις αγροτικές περιοχές σε 40.792 ευρώ. Δηλαδή, η διαφορά φτάνει στο 14,4% και είναι η μεγαλύτερη από κάθε άλλη επαρχία.
Λάρνακα: Είναι η πιο ισορροπημένη κοινωνικά επαρχία, με μέση κατανάλωση στις αστικές περιοχές 41.734 ευρώ και στις αγροτικές 41.173 ευρώ. Η διαφορά είναι μόλις 1,4%.
Πάφος: Καταγράφει τη χαμηλότερη κατανάλωση, με 38.238 ευρώ στις αστικές περιοχές και 35.892 ευρώ στις αγροτικές περιοχές. Η διαφορά φτάνει στο 6,5%.
Αμμόχωστος: Η μέση δαπάνη ανέρχεται σε 40.882 ευρώ. Δεν υπάρχουν ξεχωριστά στοιχεία για αστικές περιοχές, καθώς το αστικό κέντρο παραμένει κατεχόμενο.
Η συνολική αύξηση των δαπανών καταδεικνύει μια διευρυνόμενη οικονομική πίεση στα κυπριακά νοικοκυριά, που επιβαρύνονται όλο και περισσότερο για βασικές ανάγκες. Η διαφορά μεταξύ πόλης και χωριού δεν περιορίζεται μόνο στα εισοδήματα, αλλά επεκτείνεται πλέον και στο κόστος επιβίωσης.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι ο κοινωνικός ιστός διαρρηγνύεται αθόρυβα, με σταθερές αυξήσεις και μεγάλες γεωγραφικές διαφορές.

Το επάγγελμα του υπεύθυνου καθορίζει το «καλάθι» του νοικοκυριού
Η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της Στατιστικής Υπηρεσίας αναδεικνύει, με αριθμούς, τις κοινωνικές και επαγγελματικές ανισότητες που καταγράφονται στις δαπάνες διαβίωσης των κυπριακών νοικοκυριών. Τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι η επαγγελματική κατάσταση του υπεύθυνου του νοικοκυριού (που για τους σκοπούς της έρευνας ορίζεται ως αυτός που έχει το ψηλότερο εισόδημα) αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στο επίπεδο της καταναλωτικής δαπάνης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, στα νοικοκυριά όπου ο υπεύθυνος ασκεί μη χειρωνακτικό επάγγελμα στον δημόσιο τομέα, η μέση ετήσια καταναλωτική δαπάνη φτάνει τα 64.137 ευρώ – η υψηλότερη τιμή που καταγράφεται στην έρευνα. Η αντίστοιχη δαπάνη για νοικοκυριά με υπεύθυνο σε μη χειρωνακτικό επάγγελμα στον ιδιωτικό τομέα είναι 50.344 ευρώ. Η διαφορά των 13.793 ευρώ συνδέεται κυρίως με το πιο χαμηλό ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη εντονότερη είναι η διαφοροποίηση στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, αφού στον δημόσιο τομέα ανέρχεται στα 49.050 ευρώ και στον ιδιωτικό τομέα στα 35.522 ευρώ.
.Η διαφορά ανέρχεται στις 13.528 ευρώ. Ακόμα χαμηλότερα βρίσκονται οι δαπάνες για τα νοικοκυριά όπου ο υπεύθυνος είναι αυτοαπασχολούμενος (43.859 ευρώ), συνταξιούχος (30.714 ευρώ), άνεργος (31.630 ευρώ), μη ενεργός (π.χ. νοικοκυρές, άτομα με χρόνια προβλήματα υγείας, εισοδηματίες – 31.630 ευρώ). Τα αριθμητικά δεδομένα αποκαλύπτουν με σαφήνεια τη δομική ανισότητα που διατρέχει την κυπριακή κοινωνία. Η διαφορά στην κατανάλωση, ως αντανάκλαση της διαφοράς του εισοδήματος και της ασφάλειας, τεκμηριώνει μια ανισορροπία που δύσκολα αγνοείται. Και ακόμα δυσκολότερα αντιστρέφεται χωρίς στοχευμένες πολιτικές στήριξης των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.