Στα 7-10 εκατ. ευρώ υπολογίζεται το άμεσο κόστος για τις κυπριακές επιχειρήσεις από τη νέα εμπορική συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ, που περιλαμβάνει δασμούς σε σειρά προϊόντων. Ωστόσο, μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν οι πιθανές έμμεσες επιπτώσεις από μείωση εξαγωγών φαρμακευτικών προϊόντων, οι πιέσεις στο διεθνές εμπόριο και τον τουρισμό, καθώς και η αύξηση τιμών στα εισαγόμενα προϊόντα από τις ΗΠΑ.
Η Κύπρος έχει περιορισμένο όγκο εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, οι εξαγωγές κυπριακών προϊόντων στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια κυμαίνονται μεταξύ 50-70 εκατ. ευρώ ετησίως, με κυρίαρχες κατηγορίες τα φαρμακευτικά προϊόντα, βιομηχανικά είδη μικρής κλίμακας και ελάχιστες ποσότητες γεωργικών προϊόντων.
Στη λίστα δασμών που δημοσίευσαν οι ΗΠΑ, οι χώρες της ΕΕ –και άρα και η Κύπρος– εντάσσονται στην κατηγορία του 15%. Θεωρητικά, εάν επιβαρυνθούν όλες οι κυπριακές εξαγωγές, το ετήσιο κόστος μπορεί να φτάσει τα 7-10 εκατ. ευρώ.
Η ανησυχία, ωστόσο, επικεντρώνεται στις έμμεσες συνέπειες, που είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν, καθώς εξαρτώνται από αστάθμητους και εξωγενείς παράγοντες:
Πιθανή μείωση των εξαγωγών φαρμακευτικών προϊόντων από την ΕΕ προς τις ΗΠΑ, που αποτελούν τον κύριο όγκο των κυπριακών εξαγωγών στην αμερικανική αγορά.
Πιέσεις στο διεθνές εμπόριο και στην κατανάλωση, με επιπτώσεις και στον τουρισμό.
Αύξηση τιμών εισαγόμενων προϊόντων από ΗΠΑ, εάν αυξηθεί το κόστος μεταφοράς ή διανομής.
Ετεροβαρής εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ
Η νέα εμπορική συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ προβλέπει δασμούς 15% στα περισσότερα προϊόντα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων αυτοκινήτων και φαρμακευτικών προϊόντων, αποτρέποντας την άμεση κλιμάκωση σε έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο. Ωστόσο, δημιουργεί ερωτήματα για το οικονομικό μέλλον της ΕΕ, ενώ πολλά σημεία της παραμένουν ασαφή.
Η εμπορική υποχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ προκαλεί αντιδράσεις σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η συμφωνία, που προωθήθηκε από την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κρίνεται από πολλούς αναλυτές ως ετεροβαρής και υπονομευτική για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, ενώ εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική στρατιωτικοποίησης και υποταγής στις ΗΠΑ, με δεσμεύσεις για ευρωπαϊκές αγορές αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει την εξάρτηση της ευρωπαϊκής πολιτικής από την Ουάσινγκτον, σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ ακολουθούν ολοένα πιο αυταρχική εμπορική και γεωπολιτική στρατηγική.