Επιμέλεια: Νίκος Κουζούπης
Σύμφωνα με τη θεωρία της «οριακής χρησιμότητας», με την παρουσία πολλών μονάδων αγαθών ίσης χρησιμότητας το κόστος κάθε μονάδας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το κόστος αυτού που ικανοποιεί τη λιγότερο επείγουσα ζήτηση.
Ο «οριακός» εργάτης αντιπροσωπεύει τη μονάδα εργασίας για την οποία υπάρχει η μικρότερη ζήτηση. Ως εκ τούτου, η αμοιβή του καθορίζει τους μισθούς όλων των εργαζομένων.
Δεδομένου ότι η αξία του προϊόντος της εργασίας, παραγόμενου από τον κάθε έναν από τους εργαζόμενους, εκτός από τον «οριακό», ξεπερνά την αξία που συνεισφέρει ο τελευταίος στην πληρωμή του καθενός από τους εργαζόμενους και η πληρωμή καθενός από τους εργαζόμενους αντιστοιχεί στη χαμηλότερη αξία του προϊόντος της εργασίας του «οριακού» εργάτη, είναι φυσικό να προκύπτει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της αξίας του συνολικού προϊόντος, παραγόμενου από όλους τους εργαζόμενους και του συνολικού μισθού τους.
Έτσι, η διαφορά μεταξύ της αξίας του συνολικού προϊόντος, του παραγόμενου από το σύνολο των εργαζομένων και του αθροίσματος των μισθών τους, σύμφωνα με τη θεωρία της «οριακής παραγωγικότητας καταλήγει στον επιχειρηματία «ως επιβράβευση για το κεφάλαιό του».
Με τον τρόπο αυτό η συγκεκριμένη θεωρία δικαιολογεί το υψηλό επίπεδο κερδοφορίας και το χαμηλό επίπεδο των μισθών των εργαζομένων. Επομένως, την ευθύνη για τους χαμηλούς μισθούς η δεδομένη θεωρία προσπαθεί να την επιρρίψει στους εργαζόμενους, γιατί η αριθμητική αύξηση των εργαζομένων δήθεν μειώνει το ύψος του μισθού του «οριακού εργάτη».
Οι αρχικές θέσεις, που αποτελούν τη βάση της θεωρίας περί «οριακής παραγωγικότητας», είναι αβάσιμες και δεν έχουν την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα.
Αρχικά, είναι λανθασμένη η θέση ότι το κεφάλαιο, ενσαρκωμένο στα μέσα παραγωγής, από μόνο του δημιουργεί αξία. Η μοναδική πηγή της αξίας, επομένως και των κερδών, είναι η εργασία.
Άνευ περιεχομένου επίσης και μια άλλη θεμελιακή θέση της δεδομένης θεωρίας για τη μείωση της παραγωγικότητας με την ταυτόχρονη πρόσληψη επιπρόσθετου ανθρώπινου δυναμικού.