- Αναλύοντας τα δεδομένα με βάση και τις αντιδράσεις των καταστηματαρχών, η λειτουργός Κλιματικής Αλλαγής Άντρεα Παναγιώτου εκτιμά ότι μακροπρόθεσμα θα ωφελήσουν την εμπορικότητα του δρόμου
Σε εκκρεμότητα εξακολουθεί να βρίσκεται το πολυσυζητημένο θέμα της δημιουργίας λεωφορειολωρίδων στην κεντρική οδό Νίκου και Δέσποινας Παττίχη, αφού εξακολουθούν να υπάρχουν έντονες αντιδράσεις κυρίως από πλευράς των καταστηματαρχών και άλλων εμπορευόμενων της περιοχής, οι οποίοι προβάλλουν το δικαιολογητικό ότι σε περίπτωση μιας τέτοιας κυκλοφοριακής διευθέτησης, οι επιχειρήσεις τους θα δεχτούν καίριο πλήγμα. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και οι επιφυλάξεις που έχουν εκφραστεί εκ μέρους του Δήμου Λεμεσού.
Από την άλλη, όμως, υπάρχει η δεδηλωμένη θέση του αρμόδιου Υπουργού Μεταφορών, ότι οι λεωφορειολωρίδες στον συγκεκριμένο δρόμο θα γίνουν κανονικά γιατί, όπως εξήγησε ο κ. Βαφεάδης, η κυκλοφοριακή συμφόρηση στην περιοχή έχει ξεπεράσει τα όρια τα οποία μπορεί να αντέξει το οδικό δίκτυο της Λεμεσού και ότι η λειτουργία των λεωφορειολωρίδων θα επενεργήσει ώστε να υπάρχει μια συνεχής μεταφορά του κοινού από και προς το κέντρο.
Εξετάζοντας όλα τα δεδομένα που συνθέτουν το συγκεκριμένο ζήτημα και θέτοντας ως βασικό ερώτημα αν οι λεωφορειολωρίδες στη Νίκου Παττίχη θα είναι καταστροφή για την εμπορικότητα των καταστημάτων, η λειτουργός Κλιματικής Αλλαγής του ιδρύματος Terra Cypria, Άντρεα Παναγιώτου, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η βελτίωση των μεταφορών δεν είναι μόνο θέμα «βολικότητας», αλλά και θέμα υγείας και περιβάλλοντος. Και αυτό γιατί οι μεταφορές στην Κύπρο ευθύνονται για το 1/5 του συνόλου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (λόγω της ευρείας χρήσης αυτοκινήτων), συντείνοντας έτσι και στην κλιματική αλλαγή και ό,τι αυτή συνεπάγεται, αλλά και στη μόλυνση του αέρα, στην ηχορύπανση, τη χρήση γης για κατασκευή δρόμων κτλ.
Αναφερόμενη στις ανησυχίες που διατυπώνουν οι καταστηματάρχες, η κα Παναγιώτου υποδεικνύει ότι το βασικό ερώτημα δεν θα έπρεπε να είναι το τι είναι λογικό βάσει των τωρινών δεδομένων, αλλά το τι θα ωφελήσει τον πεζό και εν δυνάμει πελάτη περισσότερο και άρα την επιχείρηση μακροπρόθεσμα. Υποδεικνύοντας ότι η παραχώρηση χώρου από τη συγκεκριμένη λεωφόρο για τη δημιουργία λεωφορειολωρίδων δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη κατάργηση χώρων στάθμευσης πλησίον της λεωφόρου, επισημαίνει παράλληλα και το γεγονός ότι η απουσία κατάλληλων υποδομών, συχνών και αρκετών στάσεων καθιστά τα λεωφορεία μη πρακτικά κι αυτό βρίσκεται ανάμεσα στους σημαντικότερους λόγους μη συχνής χρήσης των λεωφορείων.
Για να μπορέσουν τα λεωφορεία να καταστούν λειτουργικά και κατ’ επέκταση πιο ελκυστικά για τους χρήστες, όπως σημειώνει, «είναι απαραίτητο να έχουν χρονικό έστω προβάδισμα συγκριτικά με τα αυτοκίνητα, κάτι το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μέσω της χρήσης αποκλειστικών λωρίδων».
Συμπερασματικά, καταλήγει ότι οι λεωφορειολωρίδες δεν είναι εξ ορισμού καταστροφικές για τις επιχειρήσεις, αλλά αντίθετα, «στο πλαίσιο ενός λειτουργικού συστήματος δημοσίων μεταφορών, θα μπορούσαν να συμβάλουν και στην αύξηση εμπορικότητας ενός δρόμου».
Έχοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη που μπορούν να φέρουν οι λεωφοριολωρίδες, είναι εμφανές, όπως αναφέρει η κα Παναγιώτου, ότι «ένα τέτοιο έργο όχι μόνο είναι απαραίτητο, αλλά θα έπρεπε να είχε γίνει προ πολλού», σημειώνοντας όμως ότι η υλοποίησή τους αποτελεί ένα μόνο από τα πολλά μέτρα που θα χρειαστεί να παρθούν, ώστε η χρήση λεωφορείων να καταστεί όντως πρακτική για όλους τους χρήστες, συμπεριλαμβανομένων βέβαια και των ΑμεΑ.
Τονίζοντας ότι «αν θέλουμε να πετύχουμε την πολυπόθητη βιώσιμη κινητικότητα πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου», εκφράζει παράλληλα και κατανόηση στις ανησυχίες των εμπόρων της περιοχής, αφού, όπως διαφάνηκε, τα λεωφορεία δεν χρησιμοποιούνται ακόμη ευρέως. Θα μπορούσε, ωστόσο, η πιλοτική έστω εφαρμογή του μέτρου να αναδείξει τυχόν προβλήματα τα οποία σε κατοπινό στάδιο να μπορούν να αντιμετωπιστούν, όπως εκτιμά, υποδεικνύοντας ότι «η βελτίωση του συστήματος μεταφορών απαιτεί προσαρμογή και στο σημείο που έχουμε φτάσει αυτή είναι και η μόνη μας λύση».