Του
Καλλή Αντούνα
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024 η ημερίδα Building Community – Art for Social Action, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου διετούς έργου που χρηματοδοτείται από την ΕΕ στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Στήριξης για την τουρκοκυπριακή κοινότητα και υλοποιείται από τους οργανισμούς Visual Voices, Civil Society Initiative Association (SiTi) και Management Centre of the Mediterranean (MC-Med).
Το έργο αποσκοπεί στην ενίσχυση της συνεργασίας καλλιτεχνών, ακτιβιστών, οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών και τοπικών φορέων. Στόχος του προγράμματος είναι η ενθάρρυνση του δημοσίου διαλόγου και η προώθηση θετικής κοινωνικής αλλαγής μέσω των τεχνών. Το πρόγραμμα βασίζεται στην πεποίθηση ότι η τέχνη και η πολιτιστική έκφραση προσφέρουν μια κοινή γλώσσα, ένα πεδίο συνάντησης και εμπιστοσύνης.
Στο πλαίσιο του έργου επιχορηγήθηκαν επτά έργα δημόσιας τέχνης που υλοποιήθηκαν από καλλιτέχνες σε συνεργασία με οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών. Τα έργα αυτά είναι: «We Are Not Ghosts: Varosha Narratives», «Bridge Builders», «Weave & Reveal», «From Hope to Home», «Invisible Work», «Reflect on Nature» και «Queer Reconciliation».
Η Μελίνα Φιλίππου (καλλιτεχνική διευθύντρια, Visual Voices) και η Selin Genç (Community and Artistic Manager, Visual Voices) μίλησαν στη «Χ» σχετικά με το πρόγραμμα, τη συνεισφορά της τέχνης στην κοινωνική αλλαγή και τη δικοινοτική/διεθνιστική συνεργασία εκ μέρους των συντονιστών και διοργανωτών.

Τι είναι δημόσια τέχνη και ποια κοινωνικά ζητήματα μπορεί να αγγίξει;
Η δημόσια τέχνη προσδιορίζει τις καλλιτεχνικές πρακτικές, μεθόδους, έργα με τα οποία η τέχνη συνδέεται με την πόλη και τους κατοίκους της, διαμορφώνει την παραγωγή των κοινών ή ακόμη προσεγγίζει κριτικά τη δημόσια σφαίρα. Αναδύεται στη σχέση έργου-θεατή προωθώντας το διάλογο ως θεμελιώδη αρχή. Μεθοδολογίες όπως οι διαλογικές και συμμετοχικές πρακτικές φέρνουν στην επιφάνεια το ρόλο της δημόσιας τέχνης ως εργαλείο διερεύνησης κοινωνικών φαινομένων και προκλήσεων.
Το συνέδριο Building Community – Art for Social Action λειτουργεί ως πλατφόρμα ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των τεχνών, της κοινωνίας των πολιτών και των τοπικών αρμόδιων φορέων προς μια διεπιστημονική πρακτική που τοποθετεί τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία στη δημόσια σφαίρα της Κύπρου ως μέσο για θετική κοινωνική αλλαγή.
Τα εφτά έργα δημόσιας τέχνης που δημιούργησαν Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και άλλοι καλλιτέχνες σε συνεργασία με οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών, όπως οι Hope For Children, Queer Cyprus Association και SPOT Marine Life, προσεγγίζουν από κάτω προς τα πάνω κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν ολόκληρο το νησί, όπως τα εργατικά δικαιώματα των μεταναστών, τις εμπειρίες των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη.
Το έργο Building Community – Art for Social Action χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του Προγράμματος Βοήθειας για την τουρκοκυπριακή κοινότητα και υλοποιείται από τους οργανισμούς Visual Voices (VV), Civil Society Initiative Association (SiTi) και Management Centre of the Mediterranean (MC-Med).
Πώς μπορεί η τέχνη να συμβάλει στην κοινωνική αλλαγή;
Η τέχνη αποτελεί ένα χώρο φαντασίας και πειραματισμού, όπου επαναδιαπραγματευόμαστε τη σχέση μας με το χώρο, τη μνήμη και τους άλλους. Η ικανότητά της να αναδιαμορφώνει την αντίληψή μας για τον κόσμο λειτουργεί ως πλαίσιο για την αναζήτηση εναλλακτικών κοινωνικών συμβολαίων και την προβολή νέων προοπτικών για το μέλλον. Δεν αποτελεί μόνο το μέσο για να δούμε τον κόσμο διαφορετικά, αλλά και έναν τόπο συλλογικής δημιουργίας νέων μορφών συνεργασίας και συνύπαρξης.
Στο Building Community – Art for Social Action η τέχνη αναδεικνύεται ως μηχανισμός κοινωνικής καινοτομίας, δημιουργώντας πρωτότυπες δομές συνεργασίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα περιλαμβάνουν τη συνδημιουργία με ψηφιακές ανταλλαγές πέρα από τη διαχωριστική γραμμή από τον Eisa Badour στο έργο «Bridge Builders» ή τις crowdsourcing διαδικασίες της Nurtane Karagil για τη σύνθεση γιγαντιαίων πινακίδων στους αυτοκινητόδρομους της Αμμοχώστου για το έργο «Queer Reconciliation». Κάθε πρόταση συμβάλλει, με τον δικό της τρόπο, στην αυτοδιάθεση της κοινότητας με την οποία συνδιαλέγεται.
Άλλα έργα αναδεικνύουν την τέχνη ως «μηχανή ενσυναίσθησης». Η Χριστίνα Ζάρη, μέσα από την καλειδοσκοπική εγκατάσταση «Reflect on Nature», καλεί τον επισκέπτη να αναλογιστεί τη σχέση του με τη φύση, ενώ ο Στέφανος Παπαδάς, με το εμβυθιστικό περιβάλλον του «From Hope to Home», μεταμορφώνει το χώρο του Stelios Foundation σε τόπο συλλογικής εμπειρίας με επίκεντρο την έννοια του ανήκειν, της οικογένειας και της αναδοχής. Η τέχνη συμβάλλει στην κοινωνική αλλαγή μετασχηματίζοντας τον δημόσιο χώρο σε έναν τόπο συμμετοχικής δράσης και ενσυναίσθησης.
Είναι εφικτή η δικοινοτική συνεργασία μέσα από την τέχνη; Ποιες οι προοπτικές της συμβολής της στην ειρηνική συνύπαρξη;
Η τέχνη διαδραματίζει διττό ρόλο στη δικοινοτική συνεργασία και την οικοδόμηση της ειρήνης. Μέσα από την αισθητηριακή και συναισθηματική εμπλοκή καλλιεργεί νέες αντιλήψεις και εναλλακτικούς πολιτικούς προσανατολισμούς. Παράλληλα, προσφέρει ένα δομημένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο για σύνδεση, συνεργασία και συλλογική δράση, ανοίγοντας το δρόμο για την παραγωγή κοινών και τη σύνθεση πιο συμπεριληπτικών χώρων. Προσφέροντας νέες προοπτικές μέσα από βιωματικές εμπειρίες, η τέχνη δημιουργεί σχέσεις ενσυναίσθησης πέρα από κοινωνικούς, πολιτικούς και ψυχικούς διαχωρισμούς.
Το έργο «We Are Not Ghosts» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, με μια ασύγχρονη ποιητική ξενάγηση στα Βαρώσια που προσκάλεσε το κοινό να συνδεθεί με τον αμφισβητούμενο αυτό χώρο. Μέσα από την ποιητική ανάκληση της συλλογικής μνήμης, το έργο ανακαλύπτει νέους τρόπους αντιμετώπισης του τραύματος, αναγνώρισης της κοινής πληγωμένης ιστορίας και κατανόησης του πόνου του «Άλλου».
Οι καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες συνδέουν επίσης διαφορετικά κοινά και ειδικότητες, γεφυρώνοντας κοινωνικά χάσματα. Το έργο «Bridge Builders» το αποδεικνύει, φέρνοντας μαζί καλλιτέχνες μεταναστευτικής καταγωγής από τη μοιρασμένη Λευκωσία. Παρά τους περιορισμούς στη διέλευση της διαχωριστικής γραμμής και στις διά ζώσης συναντήσεις, οι καλλιτέχνες συνεργάστηκαν μέσω ανταλλαγών ψηφιακών εγγράφων. Τα συνεργατικά έργα τους έγιναν μέσο επικοινωνίας, ένας κοινός τόπος. Τα έργα τους, εκτεθειμένα κατά μήκος μιας συμβολικής γραμμής που γεφυρώνει τη Λευκωσία, ανέδειξαν τον αντίκτυπο της διαίρεσης στις ευάλωτες κοινότητες και πρότειναν έναν εναλλακτικό τρόπο σύνδεσης για την αντιμετώπιση αυτών των ρήξεων.
Η «Χ» μίλησε και με μερικούς από τους καλλιτέχνες των επτά αυτών έργων, εξερευνώντας βαθύτερα τον πολυδιάστατο ρόλο της τέχνης στην κοινωνία και στην ευαισθητοποίηση των ανθρώπων για τα ζητήματα που μας περιβάλλουν.
«Δεν είμαστε φαντάσματα»
Η Νάφια Άκντενιζ, ποιήτρια και μελετήτρια αφηγηματικής επικοινωνίας και η Αργυρώ Τουμάζου, πολιτιστική παραγωγός στην D6:EU, μίλησαν στη «Χ» σχετικά με το έργο «We Are Not Ghosts: Varosha Narratives».
Το έργο ήταν εμπνευσμένο από την ακαδημαϊκή έρευνα και τη διδακτορική εργασία της Νάφια, που είχε ως στόχο να ανακαλύψει τη σύνδεση των διά εξαναγκασμού προσφύγων από το Βαρώσι με την πόλη τους, παρά τα πενήντα χρόνια διαχωρισμού από αυτή. Με το τέλος του διδακτορικού της έψαχνε τρόπο για να συνεχίσει την εξερεύνηση της εμπειρίας των εκτοπισμένων και του ονείρου της επιστροφής.
Μία από τις ανακαλύψεις της έρευνας ήταν ότι με το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης, οι εκτοπισμένοι από το Βαρώσι διεκδικούσαν και τους δημόσιους χώρους, πέρα από τη διεκδίκηση της ακίνητης τους περιουσίας. «Η ουσία του να είναι Βαρωσιώτης είναι οι εμπειρίες στους δημόσιους χώρους», δήλωσε η Νάφια και εξήγησε πως «για αυτό ήθελα να κάνω ένα έργο πάνω στη μνήμη για τους δημόσιους χώρους, όπως σχολεία, την Αγορά, πάρκα, κήπους, τη θάλασσα».
«Το έργο ήθελα να το ονομάσω “Δεν είμαστε φαντάσματα”, επειδή άκουγα συνεχώς από τους Βαρωσιώτες να λένε ότι δεν τους αρέσει να ονομάζεται η πόλη τους “φάντασμα”, καθώς δεν έχουν ακόμη πεθάνει οι ίδιοι. Οπότε αντιδρούν σε αυτές τις δηλώσεις, διεκδικώντας την ύπαρξή τους και την επιστροφή», εξήγησε.
Την ίδια ώρα, συνέχισε, ο τίτλος δεν παραπέμπει μόνο στην περίπτωση των Βαρωσιωτών, αλλά στην αντίδραση κάθε ανθρώπου που τον εξαναγκάζουν να είναι «αόρατος» και ζητά αναγνώριση και ακρόαση. «Ως τουρκόφωνη Κύπρια, και εγώ η ίδια νιώθω μερικές φορές ως εξαναγκασμένο “φάντασμα” και απαιτώ και εγώ την αναγνώριση της ύπαρξής μου», δήλωσε.
Το έργο είναι δομημένο σε 3 σταθμούς (θάλασσα, δημοτικοί κήποι, απαγορευμένη περιοχή), που σημαίνει ότι είναι ένα δρομολόγιο που προσανατολίζεται προς συγκεκριμένους χώρους. Ο κάθε σταθμός αντικατοπτρίζει τη σχέση του χώρου με τις ίδιες τις μνήμες και τα βιώματα των Βαρωσιωτών, συνδυάζοντας και την παράδοση της πόλης αλλά και την κυπριακή κουλτούρα και νοοτροπία να ψηλώνει κανείς για να δει πάνω από τα συρματοπλέγματα.
Η Αργυρώ Τουμάζου ανέφερε πως τα ποιήματα είναι ταυτόχρονα και διαδραστικές αφηγήσεις που συνδέονται με την ίδια την πόλη. «Έχουμε δημιουργήσει μια εφαρμογή, το “Echoes”, μέσω του οποίου σκανάροντας έναν κωδικό QR μπορείς να ακούσεις τα ποιήματα σαν περπατάς», εξήγησε.
Το κάθε ποίημα συνδέεται με κάποιες τοποθεσίες, οπότε ο επισκέπτης μπορεί να ακούσει το κάθε ένα από αυτά τα ποιήματα περπατώντας στους ίδιους χώρους της πόλης, οι οποίοι αναφέρονται και ταυτόχρονα και στο αντίστοιχο ποίημα. Με αυτόν τον τρόπο, συνέχισε, «το ποίημα μεταφέρνει τον επισκέπτη στο ίδιο σημείο της πόλης και στη ζωή, όπως ήταν προηγουμένως».
Το έργο «είναι μια αντίδραση στο πώς παρουσιάζεται η πόλη, σαν ένα ερειπωμένο μουσείο. Μέσα από τα ποιήματα δίνουμε τη δυνατότητα στους επισκέπτες να δουν διαφορετικά την πόλη και να ακούσουν τα ίδια τα συναισθήματα της πόλης», τόνισε.
Η γρήγορη μόδα σκοτώνει το περιβάλλον
Με τη σειρά της η καλλιτέχνις Nuné Tounjikian μίλησε στη «Χ» σχετικά με το έργο «Weave & Reveal», το οποίο ασχολείται με την ευαισθητοποίηση σχετικά με τις επιπτώσεις της γρήγορης μόδας.
«Γρήγορη μόδα είναι ένα φαινόμενο, όπου αγοράζουμε ρούχα τα οποία μας πουλούν και τα οποία δεν αντέχουν περισσότερο από ένα χρόνο. Παρά το ότι έχει χαμηλώσει το κόστος, η ποιότητα των ρούχων έχει πέσει πάρα πολύ και όχι μόνο αυτό, κάθε χρόνο κατασκευάζονται περισσότερα ρούχα απ’ ό,τι χρειάζονται, τα οποία καταλήγουν να μολύνουν το περιβάλλον. Κάθε δύο μήνες, λοιπόν, βγαίνει νέα σεζόν ρούχων, υπερπαραγωγή και κατανάλωσης ρούχων, από τα οποία τα περισσότερα είναι πλαστικά», δήλωσε.
Η βιομηχανία γρήγορης μόδας, συνέχισε, είναι η δεύτερος πιο μεγάλος ρυπαντής, ξεπερνώντας και τους αεροπορικούς ρύπους.
Στόχος, λοιπόν, του έργου είναι η ανάδειξη του ζητήματος αυτού, το οποίο αποτελεί την κανονικότητα για την κοινωνία, η οποία αγνοεί ότι τα ρούχα που αγοράζει δεν έχουν ποιότητα, όπως επίσης και τις άθλιες εργασιακές συνθήκες στη βιομηχανία κατασκευής αυτών των ρούχων. Στόχος, επίσης, ήταν να έρθουν πιο κοντά οι δύο κοινότητες μεταξύ τους με στόχο να δημιουργήσουν κάτι με τα χέρια τους, έτσι ώστε να καταλάβουν πόσο σημαντικά είναι τα χειροποίητα προϊόντα, σημείωσε.
Αντανακλώντας τη φύση μέσα από το άπειρο
Τέλος, η εικαστικός Χριστίνα Ζαρή, η οποία ασχολείται με εμβυθιστικές εγκαταστάσεις (immersive installations), μίλησε για το έργο «Reflect on Nature» και το καλειδοσκόπιο που έχει δημιουργήσει. Το έργο αποτελεί συνεργασία μεταξύ της εικαστικού και του Κέντρου Προστασίας Θαλάσσιας Ζωής SPOT. Στη Θαλάσσια Προστατευόμενη Περιοχή Αλαγάδι τοποθετήθηκε μια διαδραστική εγκατάσταση από καθρέπτες, η οποία πολλαπλασιάζει το φυσικό περιβάλλον, δημιουργώντας μια εμπειρία καλειδοσκοπίου.
Εξηγώντας γιατί επιλέγηκε η παραλία στο Αλαγάδι, η Χριστίνα εξήγησε πως το SPOT έχει διάφορες περιοχές στο βόρειο τμήμα στις οποίες δραστηριοποιείται και το Αλαγάδι είναι ένας από αυτούς τους χώρους, ο οποίος έχει και ιστορική σημασία, καθώς είναι χώρος ωοτοκίας χελωνών. Σημειώνεται ότι στο Αλαγάδι υπάρχει και Κέντρο Προστασίας και κέντρο ανοικτό για επισκέπτες.
Σχετικά με την επιλογή του καλειδοσκοπίου ως μορφής τέχνης, εξήγησε πως σε προηγούμενα της έργα ασχολήθηκε με αφηρημένα βίντεο (abstract video) και ήθελε να δώσει την ευκαιρία, ειδικά σε παιδιά, να εξερευνήσουν οπτικά τον κόσμο γύρω τους.
«Έχω κάνει και ένα τεράστιο καλειδοσκόπιο σε ένα παιδικό μουσείο στο Πίτσμπουργκ και μου αρέσει πολύ να κάνω κάτι με καθρέφτες και ξύλο, αλλά και κάτι μεγάλο που να είναι εντυπωσιακό. Κάτι που να το βλέπει ο κόσμος και να νιώθει περιέργεια για το πώς μπορεί να αλληλοεπιδρά με αυτό», εξήγησε και πρόσθεσε πως «σε αυτό το έργο ήθελα κάτι που να είναι για εξωτερικό χώρο, κάτι που να είναι εμπειρία μεταμόρφωσης».
Όταν βλέπουμε, συνέχισε, μέσα από ένα καλειδοσκόπιο, κάθε ματιά είναι μια έκπληξη και μια μοναδική εμπειρία, καθώς βλέπεις χρώματα και σχήματα με άλλο τρόπο. Κάτι που μπορεί να είναι εμπνευστικό και διασκεδαστικό, σχολίασε.
«Οπότε σκέφτηκα πως μπορώ να κάνω ένα τεράστιο καλειδοσκόπιο, στο οποίο μπορείς να μπεις και να είσαι μέρος της ψευδαίσθησης», δήλωσε και συμπλήρωσε πως «έτσι ενεργοποιείται η φαντασία, βλέποντας το άπειρο γύρω σου».
«Μέσα από αυτή την εμπειρία ίσως νιώσουν και τον εαυτό τους ως μέρος αυτού του συναρπαστικού κόσμου, ίσως σκεφτούν πώς μπορούν να προστατεύσουν το περιβάλλον γύρω τους», κατέληξε.
*Φωτογραφίες: Νίκος Καρατζάς