ΕΤΥΚ: Κέρδη ρεκόρ στις τράπεζες, αλλά ψίχουλα σε εργαζόμενους
Εργατική αναταραχή ξέσπασε και στις διαπραγματεύσεις για την ανανέωση της συλλογικής σύμβασης στο χώρο των τραπεζών, με την ΕΤΥΚ να καταγγέλλει ότι, παρά το γεγονός πως οι τράπεζες σε μια τριετία έχουν συνολικά ξεπεράσει σε κέρδη τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ, αρνούνται να παραχωρήσουν και στο προσωπικό τους ένα μικρό ποσοστό ως αμοιβή για τη συμβολή τους.
Σύμφωνα με εγκύκλιο της Οργάνωσης, οι συνομιλίες που ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο έδειχναν να οδηγούνται σε συμφωνία. Ωστόσο, «λόγω κακής επικοινωνίας» -όπως αναφέρεται- οι τράπεζες άλλαξαν στάση και υπαναχώρησαν από τα συμφωνηθέντα, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη διαπραγμάτευση σε νέα βάση για την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης.
Τα αιτήματα της ΕΤΥΚ
Πρώτο και κυρίαρχο αίτημα της ΕΤΥΚ είναι η επαναφορά των μισθολογικών και άλλων ωφελημάτων που περικόπηκαν το 2013, όταν το προσωπικό αποδέχτηκε μειώσεις για να στηρίξει τις τράπεζες κατά την οικονομική κρίση. Όπως τονίζει η Οργάνωση, οι περικοπές αφορούσαν όλους τους εργαζόμενους, από καθαρίστριες και κλητήρες έως διευθυντικά στελέχη, ενώ για πέντε χρόνια «πάγωσαν» και οι ετήσιες προσαυξήσεις.
Δεύτερο βασικό αίτημα είναι η παραχώρηση ετήσιων αυξήσεων στους βασικούς μισθούς για όλη τη διάρκεια της νέας Συλλογικής Σύμβασης, με ιδιαίτερη έμφαση στους χαμηλά αμειβόμενους.
Η ΕΤΥΚ υπογραμμίζει ότι οι τράπεζες καταγράφουν για τρίτη συνεχόμενη χρονιά υπερκερδοφορία, με συνολικά κέρδη άνω των τριών δισ. ευρώ, την ώρα που παραχωρούν υψηλά μερίσματα στους μετόχους και σημαντικές αυξήσεις –μαζί με bonus– στα διευθυντικά στελέχη. Η Οργάνωση χαρακτηρίζει ως «αυτονόητο και λογικό» να διοχετευθεί στους εργαζόμενους ποσοστό 15–20% των κερδών, υπενθυμίζοντας πως την εποχή των ζημιών όλοι είχαν υποστεί μειώσεις.
Πέραν των μισθολογικών θεμάτων, η ΕΤΥΚ διεκδικεί και βελτιώσεις στα δάνεια και στους όρους εργασίας, καθώς και την καθιέρωση τετραήμερης εργάσιμης εβδομάδας, χωρίς αλλαγή στις ώρες εξυπηρέτησης του κοινού.
Τέλος, η Οργάνωση εκφράζει τη λύπη της για την τροπή των διαπραγματεύσεων, καταλογίζοντας την ευθύνη στις τράπεζες, οι οποίες –όπως αναφέρει– «περηφανεύονται για τα τεράστια κέρδη τους, αλλά αρνούνται να ανταμείψουν το προσωπικό τους για τη συμβολή του».